Σκύλλα: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Σκύλλᾰ''': -ης, -ἡ, Ὀδ. Μ. 235· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. Σκύλλη, [[θυγάτηρ]] τῆς Κραταίϊδος, [[τέρας]] ὑλακτοῦν ὡς [[κύων]], ἔχων δὲ [[δώδεκα]] βραχίονας καὶ ἓξ αὐχένας καὶ κατοικοῦν ἐν σπηλαίῳ κατὰ τὰ μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἰταλίας στενά, Ὀδ. Μ. 85 κἑξ., 108, 230, 245· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, κτλ.· - ὁ [[μῦθος]] [[οὗτος]] [[μετὰ]] [[ταῦτα]] [[πολλαχῶς]] μετεβλήθη, ἴδε Dict. of Biogr. ἐν λέξ.· - Σκύλλαν αὐλεῖν ἐν ἀναφορᾷ πρὸς δρᾶμά τι φέρον τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο, Ἀριστ. Ποιητ. 26. 3. (Ἐκ τοῦ [[σκύλλω]], [[διότι]] αὕτη ἐσπάραττε τὴν λείαν αὐτῆς καὶ ὑλάκτει ὡς [[σκύλαξ]], Ὀδ. Μ. 86, 96. 245). | |lstext='''Σκύλλᾰ''': -ης, -ἡ, Ὀδ. Μ. 235· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. Σκύλλη, [[θυγάτηρ]] τῆς Κραταίϊδος, [[τέρας]] ὑλακτοῦν ὡς [[κύων]], ἔχων δὲ [[δώδεκα]] βραχίονας καὶ ἓξ αὐχένας καὶ κατοικοῦν ἐν σπηλαίῳ κατὰ τὰ μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἰταλίας στενά, Ὀδ. Μ. 85 κἑξ., 108, 230, 245· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, κτλ.· - ὁ [[μῦθος]] [[οὗτος]] [[μετὰ]] [[ταῦτα]] [[πολλαχῶς]] μετεβλήθη, ἴδε Dict. of Biogr. ἐν λέξ.· - Σκύλλαν αὐλεῖν ἐν ἀναφορᾷ πρὸς δρᾶμά τι φέρον τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο, Ἀριστ. Ποιητ. 26. 3. (Ἐκ τοῦ [[σκύλλω]], [[διότι]] αὕτη ἐσπάραττε τὴν λείαν αὐτῆς καὶ ὑλάκτει ὡς [[σκύλαξ]], Ὀδ. Μ. 86, 96. 245). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />Scylla, monstre marin près de détroit de Sicile (v. [[Χάρυβδις]]).<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκύλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ης, ἡ, A.Ag.1233, Ep. Σκύλλη, Scylla, Od.12.85, al., cf. A. l.c., etc.; Σκύλλαν αὐλεῖν, in allusion to a composition bearing that name, Arist.Po.1461b32;
A ταῖς λεγομέναις Ἐχίδναις καὶ Σκύλλαις Plu. Crass.32 (as v.l. for σκυτάλαις). (Derivation fr. σκύλαξ (prob. erroneous) is implied in Od.12.86.)
Greek (Liddell-Scott)
Σκύλλᾰ: -ης, -ἡ, Ὀδ. Μ. 235· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. Σκύλλη, θυγάτηρ τῆς Κραταίϊδος, τέρας ὑλακτοῦν ὡς κύων, ἔχων δὲ δώδεκα βραχίονας καὶ ἓξ αὐχένας καὶ κατοικοῦν ἐν σπηλαίῳ κατὰ τὰ μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἰταλίας στενά, Ὀδ. Μ. 85 κἑξ., 108, 230, 245· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, κτλ.· - ὁ μῦθος οὗτος μετὰ ταῦτα πολλαχῶς μετεβλήθη, ἴδε Dict. of Biogr. ἐν λέξ.· - Σκύλλαν αὐλεῖν ἐν ἀναφορᾷ πρὸς δρᾶμά τι φέρον τὸ ὄνομα τοῦτο, Ἀριστ. Ποιητ. 26. 3. (Ἐκ τοῦ σκύλλω, διότι αὕτη ἐσπάραττε τὴν λείαν αὐτῆς καὶ ὑλάκτει ὡς σκύλαξ, Ὀδ. Μ. 86, 96. 245).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Scylla, monstre marin près de détroit de Sicile (v. Χάρυβδις).
Étymologie: cf. σκύλλω.