ἀεικής: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀεικής''': -ές, = [[ἀνάρμοστος]], [[ὑβριστικός]], [[ἀπρεπής]], ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον, Ἰλ. Α. 456 καὶ ἀλλ. ἀεικέα [εἵματα] ἔσσαι, Ὀδ. Ω. 250· [[δεσμός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 97· πρβλ. 525· - ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, Σοφ. Ἠλ. 191· ἀεικέστερα ἔπεα, Ἡρόδ. 7. 13· οὐδέν ἀεικὲς παρέχεσθαι = δέν προξενῶ καμμίαν ἐνόχλησιν ἢ δυσκολίαν, ὁ αὐτ. 3. 24· - ἀεικέα μισθόν = μικρόν, εὐτελῆ, ὀλίγον. Ἰλ. Μ. 435· [[οὕτως]] οὐ ... ἀεικέα ... [[ἄποινα]], Ω. 494. - Ἐπίρρ. ἀεικῶς, Ἡσύχ., Ἰων. -έως, Σιμων. 13· - ἀεικές, ὡς ἐπίρρ. Ὀδ. Ρ. 216. 2) οὐδὲν ἀεικές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[οὐδόλως]] παράδοξον ὅτι... Ἡροδ. 3. 33., 6. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 1043. -Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκής. | |lstext='''ἀεικής''': -ές, = [[ἀνάρμοστος]], [[ὑβριστικός]], [[ἀπρεπής]], ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον, Ἰλ. Α. 456 καὶ ἀλλ. ἀεικέα [εἵματα] ἔσσαι, Ὀδ. Ω. 250· [[δεσμός]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 97· πρβλ. 525· - ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, Σοφ. Ἠλ. 191· ἀεικέστερα ἔπεα, Ἡρόδ. 7. 13· οὐδέν ἀεικὲς παρέχεσθαι = δέν προξενῶ καμμίαν ἐνόχλησιν ἢ δυσκολίαν, ὁ αὐτ. 3. 24· - ἀεικέα μισθόν = μικρόν, εὐτελῆ, ὀλίγον. Ἰλ. Μ. 435· [[οὕτως]] οὐ ... ἀεικέα ... [[ἄποινα]], Ω. 494. - Ἐπίρρ. ἀεικῶς, Ἡσύχ., Ἰων. -έως, Σιμων. 13· - ἀεικές, ὡς ἐπίρρ. Ὀδ. Ρ. 216. 2) οὐδὲν ἀεικές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[οὐδόλως]] παράδοξον ὅτι... Ἡροδ. 3. 33., 6. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 1043. -Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκής. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> inconvenant, indigne : ἀεικέα (<i>s.e.</i> εἵματα) [[ἕσσαι]] OD tu es vêtu d’ignobles haillons ; <i>adv.</i> • ἀεικές OD indignement, honteusement;<br /><b>2</b> invraisemblable, étrange : ἀεικὲς οὐδὲν [[ἦν]] HDT il n’y avait rien d’étrange à ce que.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[εἰκός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (Att. αἰκής, q.v.)
A unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.1.456, al.; ἀεικέα [εἵματα] ἕσσαι Od.24.250; δεσμός A.Pr.97, cf. 525; ἀεικεῖ σὺν στολᾷ S.El.191 (lyr.); -έστερα ἔπεα Hdt.7.13; οὐδὲν ἀ. παρέχεσθαι cause no inconvenience, Id.3.24; ἀεικέα μισθόν (v.l. ἀνεικέα, q.v.) meagre, Il.12.435; so οὐ . . ἀεικέα . . ἄποινα 24.594. Adv. ἀεικῶς Hsch.; Ion. -έως Simon.13; ἀεικές as Adv., Od.17.216. 2 οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that... Hdt.3.33, 6.98, A.Pr.1042. 3 injurious, deadly, ἰός Opp.H.2.422.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεικής: -ές, = ἀνάρμοστος, ὑβριστικός, ἀπρεπής, ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον, Ἰλ. Α. 456 καὶ ἀλλ. ἀεικέα [εἵματα] ἔσσαι, Ὀδ. Ω. 250· δεσμός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 97· πρβλ. 525· - ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, Σοφ. Ἠλ. 191· ἀεικέστερα ἔπεα, Ἡρόδ. 7. 13· οὐδέν ἀεικὲς παρέχεσθαι = δέν προξενῶ καμμίαν ἐνόχλησιν ἢ δυσκολίαν, ὁ αὐτ. 3. 24· - ἀεικέα μισθόν = μικρόν, εὐτελῆ, ὀλίγον. Ἰλ. Μ. 435· οὕτως οὐ ... ἀεικέα ... ἄποινα, Ω. 494. - Ἐπίρρ. ἀεικῶς, Ἡσύχ., Ἰων. -έως, Σιμων. 13· - ἀεικές, ὡς ἐπίρρ. Ὀδ. Ρ. 216. 2) οὐδὲν ἀεικές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., οὐδόλως παράδοξον ὅτι... Ἡροδ. 3. 33., 6. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 1043. -Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 inconvenant, indigne : ἀεικέα (s.e. εἵματα) ἕσσαι OD tu es vêtu d’ignobles haillons ; adv. • ἀεικές OD indignement, honteusement;
2 invraisemblable, étrange : ἀεικὲς οὐδὲν ἦν HDT il n’y avait rien d’étrange à ce que.
Étymologie: ἀ, εἰκός.