ἐπωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(6_7)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπωφελής''': -ές, βοηθῶν, [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 136, καὶ ἄλλοι Γραμματ. - Ἐπίρρ. -λῶς, [[Πολυδ]]. Ε΄, 135, Θεμίστ. 252Α, 278C. - Παρ’ Ἡσυχ. παροξυτόνως: «ἐπωφέλης· ὁ καλούμενος [[ἐφιάλτης]]».
|lstext='''ἐπωφελής''': -ές, βοηθῶν, [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 136, καὶ ἄλλοι Γραμματ. - Ἐπίρρ. -λῶς, [[Πολυδ]]. Ε΄, 135, Θεμίστ. 252Α, 278C. - Παρ’ Ἡσυχ. παροξυτόνως: «ἐπωφέλης· ὁ καλούμενος [[ἐφιάλτης]]».
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπωφελής]], -ές)<br />[[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όφελος</i> <span style="color: red;"><</span> [[οφέλλω]] «[[επαυξάνω]], [[ωφελώ]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανωφελής]], [[κοινωφελής]]). Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπωφελής Medium diacritics: ἐπωφελής Low diacritics: επωφελής Capitals: ΕΠΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: epōphelḗs Transliteration B: epōphelēs Transliteration C: epofelis Beta Code: e)pwfelh/s

English (LSJ)

ές,

   A helpful, useful, Sever. Clyst.p.17 D., Poll.5.136, Cod.Just.1.2.17.1 ; ἡμῖν Hierocl.in CA11p.441M. Adv. -λῶς Poll.5.135, Vett. Val.165.18, Them.Or.21.252a,22.278c.

German (Pape)

[Seite 1016] ές, hülfreich, nützlich, Schol. Ar. Plut. 88. – Adv., Themist. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωφελής: -ές, βοηθῶν, χρήσιμος, ὠφέλιμος, Πολυδ. Ε΄, 136, καὶ ἄλλοι Γραμματ. - Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 135, Θεμίστ. 252Α, 278C. - Παρ’ Ἡσυχ. παροξυτόνως: «ἐπωφέλης· ὁ καλούμενος ἐφιάλτης».

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπωφελής, -ές)
ωφέλιμος, χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ωφελής (< όφελος < οφέλλω «επαυξάνω, ωφελώ»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ανωφελής, κοινωφελής). Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].