προσσαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(6_2)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσσαίρω''': [[σαίρω]] [[πρός]] τινα ὡς ὁ [[κύων]], Λυκόφρ. 880· ῥόδα προσσεσηρώς, ὡς τὸ [[κάρδαμον]] βλέπων, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 2· τὸ προσσεσηρὸς Μᾶρκ. Ἀντων. 1. 15, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 123.
|lstext='''προσσαίρω''': [[σαίρω]] [[πρός]] τινα ὡς ὁ [[κύων]], Λυκόφρ. 880· ῥόδα προσσεσηρώς, ὡς τὸ [[κάρδαμον]] βλέπων, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 2· τὸ προσσεσηρὸς Μᾶρκ. Ἀντων. 1. 15, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 123.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[δείχνω]] τα δόντια μου σε κάποιον σαν να [[είμαι]] [[σκύλος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] μτφ.) [[γελώ]] σε κάποιον ειρωνικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σαίρω]] «[[τραβώ]] τα χείλη [[προς]] τα [[πίσω]], [[χαμογελώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσαίρω Medium diacritics: προσσαίρω Low diacritics: προσσαίρω Capitals: ΠΡΟΣΣΑΙΡΩ
Transliteration A: prossaírō Transliteration B: prossairō Transliteration C: prossairo Beta Code: prossai/rw

English (LSJ)

prop.

   A grin or snarl at: metaph., ῥόδα προσσεσηρώς grinning roses, Pherecr.131.2; τὸ προσσεσηρός M.Ant.1.15, cf. Poll. 6.123; δέρτροισι -σεσηρότες, of shipwrecked sailors, Lyc.880.

German (Pape)

[Seite 780] angrinzen; bei Lycophr. 880 v. l. für προσαίρω; Pherecrat. bei Ath. XV, 685 a sagt μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς, Rosen, d. i. lieblich anlachend.

Greek (Liddell-Scott)

προσσαίρω: σαίρω πρός τινα ὡς ὁ κύων, Λυκόφρ. 880· ῥόδα προσσεσηρώς, ὡς τὸ κάρδαμον βλέπων, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 2· τὸ προσσεσηρὸς Μᾶρκ. Ἀντων. 1. 15, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 123.

Greek Monolingual

Α
1. δείχνω τα δόντια μου σε κάποιον σαν να είμαι σκύλος
2. (κυρίως μτφ.) γελώ σε κάποιον ειρωνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σαίρω «τραβώ τα χείλη προς τα πίσω, χαμογελώ»].