συμμάχομαι: Difference between revisions
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμάχομαι''': [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων, εἶμαι [[σύμμαχος]], [[ἐπίκουρος]], βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· [[καθόλου]], βοηθῶ, ἐπικουρῶ, [[συντρέχω]], τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ [[πιθανότης]] [[εἶναι]] [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, [[ἐναντίον]] τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― [[λέξις]] τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ [[συμμαχέω]]. | |lstext='''συμμάχομαι''': [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων, εἶμαι [[σύμμαχος]], [[ἐπίκουρος]], βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· [[καθόλου]], βοηθῶ, ἐπικουρῶ, [[συντρέχω]], τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ [[πιθανότης]] [[εἶναι]] [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, [[ἐναντίον]] τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― [[λέξις]] τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ [[συμμαχέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=assister, être l’auxiliaire de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -οῦμαι X.An.5.4.10: aor. συνεμαχεσάμην Aeschin.2.169:—fight along with others, to be an ally, auxiliary, Th.4.44, 8.26, Pl.Lg.699a, X.HG 3.2.13: c. dat., Id.An.5.4.10, 6.1.13; τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται probability is on my side, Hdt.7.239; σ. πρὸς τὸν δῆμον against... Arist. Pol.1300a18; σ. τὴν μάχην Aeschin. l.c.—Prose word, συμμαχέω being used by Poets.
German (Pape)
[Seite 981] ion. συμμαχέομαι (Her.), dep. med. (s. μάχομαι), mit od. zusammen kämpfen; Plat. Legg. VIII, 699 a; ξίφος συμμεμαχημένον, Luc. Tyrann. 7; wozu mit dienen, τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται Ael. H. A. 4, 17, εἰς ὥραν V. H. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
συμμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -οῦμαι· ἀόρ. συνεμαχεσάμην· πρκμ. συμμεμάχημαι· ἀποθ. Μάχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, εἶμαι σύμμαχος, ἐπίκουρος, βοηθός, Πλάτ. Νόμ. 699Α, καὶ Ξεν.· καθόλου, βοηθῶ, ἐπικουρῶ, συντρέχω, τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 10· τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, ἡ πιθανότης εἶναι ὑπὲρ ἐμοῦ, Ἡρόδ. 7. 239, πρβλ. Ἀντιφῶντα 134. 24· σ. πρὸς τὸν δῆμον, ἐναντίον τοῦ δήμ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 15· σ. τὴν μάχην Αἰσχίν. 59. 38. ― λέξις τῶν πεζογράφων, ἀνθ’ ἧς οἱ ποιηταὶ ἔχουσι τὸ συμμαχέω.
French (Bailly abrégé)
assister, être l’auxiliaire de, τινι.
Étymologie: σύν, μάχομαι.