περιέλκω: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιέλκω''': Ἀττικ. ἀόρ. περιείλκῠσα (ἴδε [[ἕλκω]]): ― [[σύρω]] [[πέριξ]], [[σύρω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 10˙ π. τινα ὡς [[ἀνδράποδον]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 1˙ π. τὸν Ἕκτορα τῷ τείχει Φιλόστρ. 735. ― Παθ., Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 761, περὶ Ἄρθρ. 781. 2) [[περισύρω]] κατ’ ἄλλον τρόπον, ἀποσπῶ τοῦ προκειμένου, περισπῶ, κύκλῳ π. τινά, Λατ. huc illuc ducere, Πλάτ. Χαρμ. 174Β˙ π. [[διάνοια]] ἐπί τι Γαλην.˙ ― Παθ., Πλάτ. Πρωτ. 352C ἀπό τινος εἴς τι Λογγῖν. 15. 11. | |lstext='''περιέλκω''': Ἀττικ. ἀόρ. περιείλκῠσα (ἴδε [[ἕλκω]]): ― [[σύρω]] [[πέριξ]], [[σύρω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 10˙ π. τινα ὡς [[ἀνδράποδον]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 1˙ π. τὸν Ἕκτορα τῷ τείχει Φιλόστρ. 735. ― Παθ., Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 761, περὶ Ἄρθρ. 781. 2) [[περισύρω]] κατ’ ἄλλον τρόπον, ἀποσπῶ τοῦ προκειμένου, περισπῶ, κύκλῳ π. τινά, Λατ. huc illuc ducere, Πλάτ. Χαρμ. 174Β˙ π. [[διάνοια]] ἐπί τι Γαλην.˙ ― Παθ., Πλάτ. Πρωτ. 352C ἀπό τινος εἴς τι Λογγῖν. 15. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> περιέλξω, <i>ao.</i> περιεῖλξα, <i>etc.</i><br />tirer autour <i>ou</i> en tous sens.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἕλκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. aor. περιείλκῠσα, later
A -εῖλξα Philostr.Her.19.8 :—drag round, drag about, X.An.7.6.10 ; π. τινὰ ὡς ἀνδράποδον Arist.EN1145b24; π. [τὸν Ἕκτορα] τῷ τείχει Philostr. l.c. :—Pass., Hp.Fract.13, Art. 3, Pl.Prt.352c, Arist.EN1147b16. 2 metaph., π. τοὔνομα drag one's good name in the mire, Jul.Or.7.214d. 3 divert, distract, κύκλῳ π. τινά Pl.Chrm.174b ; π. διάνοιαν ἐπί τι Gal.6.851 :—Pass., ἀπό τινος εἴς τι Longin.15.11.
German (Pape)
[Seite 574] (s. ἕλκω), herumziehen; πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ, Plat. Charm. 174 b; u. pass., Prot. 352 c; herumschleppen, δόντα δίκην ὧν ἡμᾶς περιεῖλκε, Xen. An. 7, 6, 10; Sp., wie Luc. Dem. enc. 18 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλκω: Ἀττικ. ἀόρ. περιείλκῠσα (ἴδε ἕλκω): ― σύρω πέριξ, σύρω τῇδε κἀκεῖσε, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 10˙ π. τινα ὡς ἀνδράποδον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 1˙ π. τὸν Ἕκτορα τῷ τείχει Φιλόστρ. 735. ― Παθ., Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 761, περὶ Ἄρθρ. 781. 2) περισύρω κατ’ ἄλλον τρόπον, ἀποσπῶ τοῦ προκειμένου, περισπῶ, κύκλῳ π. τινά, Λατ. huc illuc ducere, Πλάτ. Χαρμ. 174Β˙ π. διάνοια ἐπί τι Γαλην.˙ ― Παθ., Πλάτ. Πρωτ. 352C ἀπό τινος εἴς τι Λογγῖν. 15. 11.
French (Bailly abrégé)
f. περιέλξω, ao. περιεῖλξα, etc.
tirer autour ou en tous sens.
Étymologie: περί, ἕλκω.