ἐξανάστασις: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξανάστᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τινα ἀνάστατον, [[ἔξωσις]], ἐκδίωξις, [[ὑπὲρ]] ὁλοσχεροῦς ἐξαναστάσεως αὐτῶν καὶ καταφθορᾶς Πολύβ. 2. 21, 9, κτλ.: ἀμεταβ., [[μετοικεσία]], [[μετανάστασις]], Στράβ. 102. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ὡσαύτως]], ἡ ἐν τῆς κλίνης [[ἔγερσις]] πρὸς κένωσιν, κοπιῇ γὰρ ὁ [[ἄνθρωπος]] ὑπὸ τῆς ξυνεχέος ἐξαναστάσιος Ἱππ. Προγν. 40. 3. 2) = [[ἀνάστασις]], τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐν τῶν νεκρῶν Ἐπιστολ. π. Φιλίππ. γ΄, 11.
|lstext='''ἐξανάστᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τινα ἀνάστατον, [[ἔξωσις]], ἐκδίωξις, [[ὑπὲρ]] ὁλοσχεροῦς ἐξαναστάσεως αὐτῶν καὶ καταφθορᾶς Πολύβ. 2. 21, 9, κτλ.: ἀμεταβ., [[μετοικεσία]], [[μετανάστασις]], Στράβ. 102. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ὡσαύτως]], ἡ ἐν τῆς κλίνης [[ἔγερσις]] πρὸς κένωσιν, κοπιῇ γὰρ ὁ [[ἄνθρωπος]] ὑπὸ τῆς ξυνεχέος ἐξαναστάσιος Ἱππ. Προγν. 40. 3. 2) = [[ἀνάστασις]], τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐν τῶν νεκρῶν Ἐπιστολ. π. Φιλίππ. γ΄, 11.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de faire se lever et partir, expulsion;<br /><b>II. 1</b> émigration forcée;<br /><b>2</b> action de se lever (de son lit);<br /><b>3</b> résurrection.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξανίστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανάστᾰσις Medium diacritics: ἐξανάστασις Low diacritics: εξανάστασις Capitals: ΕΞΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: exanástasis Transliteration B: exanastasis Transliteration C: eksanastasis Beta Code: e)cana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A removal, expulsion, Plb.2.21.9,al.    II intr., emigration, τινῶν ἐκ τῆς οἰκείας Str.2.3.6.    2 rising from bed to go to stool, Hp. Prog.11; later simply, going to stool, Aret.SD2.9 (pl.), Sever.Clyst.pp.3,34 D., etc.    b rising from bed in the morning, Porph.VP40; ἐ. ὕπνου Gal.7.96.    3 ἡ ἐ. ἡ ἐκ νεκρῶν resurrection from the dead, Ep.Phil.3.11.    4 woman's ornament, BGU717.11 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 868] ἡ, 1) das Aufstehenlassen, Wegführen oder Vertreiben; καὶ καταφθορά Pol. 2, 21, 9, vgl. 3, 55, 4; aber ἡ τῶν Κίμβρων ἐξ. ἐκ τῆς οἰκείας, die Auswanderung, Strab. II, 102. – 2) das Aufstehen der Kranken vom Lager, Hippocr. – Im N. T die Auferstehung vom Tode.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανάστᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τινα ἀνάστατον, ἔξωσις, ἐκδίωξις, ὑπὲρ ὁλοσχεροῦς ἐξαναστάσεως αὐτῶν καὶ καταφθορᾶς Πολύβ. 2. 21, 9, κτλ.: ἀμεταβ., μετοικεσία, μετανάστασις, Στράβ. 102. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡσαύτως, ἡ ἐν τῆς κλίνης ἔγερσις πρὸς κένωσιν, κοπιῇ γὰρ ὁ ἄνθρωπος ὑπὸ τῆς ξυνεχέος ἐξαναστάσιος Ἱππ. Προγν. 40. 3. 2) = ἀνάστασις, τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐν τῶν νεκρῶν Ἐπιστολ. π. Φιλίππ. γ΄, 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de faire se lever et partir, expulsion;
II. 1 émigration forcée;
2 action de se lever (de son lit);
3 résurrection.
Étymologie: ἐξανίστημι.