παραύξησις: Difference between revisions
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(6_9) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραύξησις''': ἡ, [[αὔξησις]], τῆς σελήνης Διοσκ. 5. 159, κτλ.· κατὰ προσαύξησιν, διὰ προσθήκης, Κλήμ. Ἀλεξ. 457· - [[οὕτως]] ὁ Δινδ. ἀντὶ παραύξη παρὰ Φίλωνι 1. 359· - ἐν τῷ πληθ., αὐξήσεις, παραυξήσεις φωνῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 126. | |lstext='''παραύξησις''': ἡ, [[αὔξησις]], τῆς σελήνης Διοσκ. 5. 159, κτλ.· κατὰ προσαύξησιν, διὰ προσθήκης, Κλήμ. Ἀλεξ. 457· - [[οὕτως]] ὁ Δινδ. ἀντὶ παραύξη παρὰ Φίλωνι 1. 359· - ἐν τῷ πληθ., αὐξήσεις, παραυξήσεις φωνῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 126. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ἡσεως, ἡ, ΜΑ [[παραυξάνω]]<br /><b>1.</b> [[μεγέθυνση]], [[αύξηση]]<br /><b>2.</b> (για τη Σελήνη) [[πλήρωση]], [[γέμιση]]<br /><b>3.</b> [[αύξηση]] της εντάσεως<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> προοδευτική [[αύξηση]] παράλληλων σειρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επαύξηση]] με [[προσθήκη]] τεμαχίων ή [[μερών]]<br /><b>2.</b> [[μετρική]] [[μήκυνση]], [[έκταση]]<br /><b>3.</b> [[τραγούδημα]] σε ψηλούς τόνους<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[δείνωση]], το να προσδίδει ο [[ρήτορας]] στόμφο στον λόγο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A waxing, ἡμερῶν καὶ νυκτῶν Gem.6.29 (pl.) ; opp. μείωσις, Id.18.4 ; τῆς σελήνης Dsc. 5.141 ; φωτός Porph. ap. Eus.PE3.11, cf. Jul.Or.4.147b. 2 progressive increase of parallel series, Vett. Val.295.6. 3 metrical lengthening, φωνῶν S.E.M.1.126(pl.). 4 singing of high notes, ἡ παραυξήσεως φιλοτεχνία Antyll. ap. Orib.6.10.7. 5 Rhet., amplification, exaggeration, Quint.Inst.9.2.106.
German (Pape)
[Seite 505] Vermehrung, Vergrößerung durch daneben- od. darangesetzte Stücke od. Theile, Clem. Al. u. a. Sp.; Ggstz von μείωσις, S. Emp. adv. log. 2, 58.
Greek (Liddell-Scott)
παραύξησις: ἡ, αὔξησις, τῆς σελήνης Διοσκ. 5. 159, κτλ.· κατὰ προσαύξησιν, διὰ προσθήκης, Κλήμ. Ἀλεξ. 457· - οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ παραύξη παρὰ Φίλωνι 1. 359· - ἐν τῷ πληθ., αὐξήσεις, παραυξήσεις φωνῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 126.
Greek Monolingual
-ἡσεως, ἡ, ΜΑ παραυξάνω
1. μεγέθυνση, αύξηση
2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση
3. αύξηση της εντάσεως
4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών
αρχ.
1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών
2. μετρική μήκυνση, έκταση
3. τραγούδημα σε ψηλούς τόνους
4. (ρητ.) η δείνωση, το να προσδίδει ο ρήτορας στόμφο στον λόγο.