ἑλικτός: Difference between revisions
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλικτός''': ἡ, ον, ([[ἑλίσσω]]) γυριστός, συνεστραμμένος, [[βοῦς]] κεράεσσιν ἑλικτάς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 192· [[δράκων]] Σοφ. Τρ. 12· κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651· [[στέφανος]] Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 679F· βόστρυχος Θεοδέκτ. παρ’ Ἀθην. 454Ε· κλῖμαξ ἑλ., [[ἑλικοειδής]], Ἀθήν. 209Β· ἑλ. [[κύτος]], [[κιβώτιον]] [[μετὰ]] τροχῶν [[κάτωθεν]], Εὐρ. Ἴων. 40· ἑλικτὸν κρούειν [[πόδα]], ἐπὶ χορευτῶν (πρβλ. [[ἑλίσσω]] Ι), ὁ αὐτ. Ἠλ. 180· σῦριγξ περὶ [[χεῖλος]] ἑλικτὰ Θεόκρ. 1. 129. ἑλικτὰ ἢ μὴ ἑλικτά, ἐπὶ ἐντόμων, τὰ συγκαμπτόμενα ἢ μὴ συγκαμπτόμενα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6., 4. 11. 17. ΙΙ. μεταφ., διεστραμμένος, οὐχὶ [[εὐθύς]], Εὐρ. Ἀνδρ. 448.· [[ἀσαφής]], [[σκοτεινός]], ἑλικτὰ κωτίλλουσα, συνεστραμμένα καὶ σκοτεινὰ λέγουσα, Λυκόφρ. 1466. | |lstext='''ἑλικτός''': ἡ, ον, ([[ἑλίσσω]]) γυριστός, συνεστραμμένος, [[βοῦς]] κεράεσσιν ἑλικτάς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 192· [[δράκων]] Σοφ. Τρ. 12· κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651· [[στέφανος]] Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 679F· βόστρυχος Θεοδέκτ. παρ’ Ἀθην. 454Ε· κλῖμαξ ἑλ., [[ἑλικοειδής]], Ἀθήν. 209Β· ἑλ. [[κύτος]], [[κιβώτιον]] [[μετὰ]] τροχῶν [[κάτωθεν]], Εὐρ. Ἴων. 40· ἑλικτὸν κρούειν [[πόδα]], ἐπὶ χορευτῶν (πρβλ. [[ἑλίσσω]] Ι), ὁ αὐτ. Ἠλ. 180· σῦριγξ περὶ [[χεῖλος]] ἑλικτὰ Θεόκρ. 1. 129. ἑλικτὰ ἢ μὴ ἑλικτά, ἐπὶ ἐντόμων, τὰ συγκαμπτόμενα ἢ μὴ συγκαμπτόμενα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6., 4. 11. 17. ΙΙ. μεταφ., διεστραμμένος, οὐχὶ [[εὐθύς]], Εὐρ. Ἀνδρ. 448.· [[ἀσαφής]], [[σκοτεινός]], ἑλικτὰ κωτίλλουσα, συνεστραμμένα καὶ σκοτεινὰ λέγουσα, Λυκόφρ. 1466. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui s’enroule <i>ou</i> se recourbe;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tortueux, fourbe ; sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλίσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
(or εἱλ-), ή, όν,
A rolled, twisted, wreathed, βοῦς κεράεσσιν ἑλικτάς h.Merc.192; δράκων S Tr.12, cf. Pae.Delph.19; κισσός E.Ph.652 codd. (lyr.); στέφανος Chaerem.7; βόστρυχος Theodect.6.4; κλῖμαξ ἑ. winding staircase, Callix.1; ἑ. κύτος a wheeled ark, E.Ion40; εἱλικτὸν κρούειν πόδα, of dancers (cf. ἑλίσσω 1.3), Id.El. 180 (lyr.); σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτά Theoc.1.129; ἑλικτά, of insects that can roll or double themselves up, Arist.PA682b24, 692a2: Comp. ἑλικτότερος Hsch. II metaph., tortuous, not straightforward, ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑγιές E.Andr.448; obscure, Lyc.1466.
German (Pape)
[Seite 797] p. auch εἱλ., gewunden, gedreht, gekrümmt (vgl. ἑλίσσω); H. h. Merc. 192 u. A.; sich schlängelnd, δράκων Soph. Tr. 12; κισσός Eur. Phoen. 652; πόδα κρούσω, vom Fuße des Tanzenden, El. 180; σύρνγξ Theocr. 1, 129; στέφανοι, werden als eine besondere Art Kränze aufgeführt, Ath. XV, 659 e; κλίμαξ, Wendeltreppe, V, 206 a. Uebertr., gewunden, trügerisch, Eur. Andr. 448; unklar, dunkel, Lycophr. 1466.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλικτός: ἡ, ον, (ἑλίσσω) γυριστός, συνεστραμμένος, βοῦς κεράεσσιν ἑλικτάς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 192· δράκων Σοφ. Τρ. 12· κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651· στέφανος Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 679F· βόστρυχος Θεοδέκτ. παρ’ Ἀθην. 454Ε· κλῖμαξ ἑλ., ἑλικοειδής, Ἀθήν. 209Β· ἑλ. κύτος, κιβώτιον μετὰ τροχῶν κάτωθεν, Εὐρ. Ἴων. 40· ἑλικτὸν κρούειν πόδα, ἐπὶ χορευτῶν (πρβλ. ἑλίσσω Ι), ὁ αὐτ. Ἠλ. 180· σῦριγξ περὶ χεῖλος ἑλικτὰ Θεόκρ. 1. 129. ἑλικτὰ ἢ μὴ ἑλικτά, ἐπὶ ἐντόμων, τὰ συγκαμπτόμενα ἢ μὴ συγκαμπτόμενα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6., 4. 11. 17. ΙΙ. μεταφ., διεστραμμένος, οὐχὶ εὐθύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 448.· ἀσαφής, σκοτεινός, ἑλικτὰ κωτίλλουσα, συνεστραμμένα καὶ σκοτεινὰ λέγουσα, Λυκόφρ. 1466.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui s’enroule ou se recourbe;
2 fig. tortueux, fourbe ; sombre, obscur.
Étymologie: ἑλίσσω.