καθυποκρίνομαι: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθυποκρίνομαι''': ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) [[ὑποτάσσω]] τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· [[καταστρέφω]] τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. [[καταυλέω]], [[κατορχέομαι]]. ΙΙ. [[καθυποκρίνομαι]] [[εἶναι]], ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι [[ἄλλος]] τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς [[εἶναι]] Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· [[ὡσαύτως]], [[καθυποκρίνομαι]] φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68. | |lstext='''καθυποκρίνομαι''': ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) [[ὑποτάσσω]] τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· [[καταστρέφω]] τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. [[καταυλέω]], [[κατορχέομαι]]. ΙΙ. [[καθυποκρίνομαι]] [[εἶναι]], ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι [[ἄλλος]] τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς [[εἶναι]] Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· [[ὡσαύτως]], [[καθυποκρίνομαι]] φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> tromper par un art de comédien;<br /><b>2</b> feindre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑποκρίνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A subdue by histrionic arts, D.19.337; κ. καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων destroying by bad acting, D.H.Dem.53. II c. inf., κ. εἶναι . . pretend to be some one else, Luc.DMar.13.2; κ. μειδιᾶν Ph. 2.280: c. acc., counterfeit, φιλίαν ib.520; τὴν σεμνότητα Him.Ecl.3.2.
German (Pape)
[Seite 1290] (s. κρίνω), durch Schauspielerkünste täuschen, vom Aeschines, der auf seine Stimme stolz ist, ὡς καθυποκρινούμενον ὑμᾶς, als werde er euch damit gewinnen, Dem. 19, 337; übertr., καὶ διαφθείρειν τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Dion. Hal. de vi Dem. 53; übh. sich stellen, so gebärden, als wäre man Etwas, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς ἀντὶ Ποσειδῶνος εἶναι Luc. D. Mar. 13, 2; τὰ μαντεῖα, bei den Orakeln, die Rolle der Götter spielen, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 26.
Greek (Liddell-Scott)
καθυποκρίνομαι: ῑ, διὰ τῆς τέχνης τοῦ ὑποκρίνεσθαι (ὡς ἐν θεάτρῳ) ὑποτάσσω τινὰ εἰς τὴν θέλησίν μου, Δημ. 449. 16· καταστρέφω τι διὰ τῆς κακῆς ὑποκρίσεως, καθυποκρινομένοις καὶ διαφθείρουσι τὰς βουλήσεις τῶν ποιημάτων Διον. Ἁλκ. περὶ τῆς Λεκτ. Δημοσθένους δεινότ. 53· πεβλ. καταυλέω, κατορχέομαι. ΙΙ. καθυποκρίνομαι εἶναι, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἄλλος τις, καθυποκρίνεται Ἐνιπεὺς εἶναι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 13.2· ὡσαύτως, καθυποκρίνομαι φιλίαν, προσποιοῦμαι, Φίλων 2. 520· τὴν σεμνότητα Ἱμερ. σ. 68.
French (Bailly abrégé)
1 tromper par un art de comédien;
2 feindre.
Étymologie: κατά, ὑποκρίνομαι.