καταβλάπτω: Difference between revisions
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβλάπτω''': μέλλ. -βλάψω, [[μεγάλως]] [[βλάπτω]], ζημιώνω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 93, Πλάτ. Νόμ. 877Β· βλάβην [[καταβλάπτω]] τινά, [[ἐπιφέρω]] ζημίαν, βλάβην εἴς τινα, [[αὐτόθι]] 864Ε· καταβεβλαφότες τὴν πρόσοδον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 51· ὅ κα καταβλάψῃ [[αὐτόθι]] 1845. 103. | |lstext='''καταβλάπτω''': μέλλ. -βλάψω, [[μεγάλως]] [[βλάπτω]], ζημιώνω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 93, Πλάτ. Νόμ. 877Β· βλάβην [[καταβλάπτω]] τινά, [[ἐπιφέρω]] ζημίαν, βλάβην εἴς τινα, [[αὐτόθι]] 864Ε· καταβεβλαφότες τὴν πρόσοδον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 51· ὅ κα καταβλάψῃ [[αὐτόθι]] 1845. 103. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=nuire à, léser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βλάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
A hurt greatly, damage, h.Merc.93, Pl.Lg.877b, Lex ap.D.23.28, etc.; βλάβην κ. τινά inflict damage upon him, Pl.Lg. 864e; κατεβλαφότες τὰς προσόδους IG7.303.51 (Oropus); ὅ κα καταβλάψῃ for whatever damage he may have done, ib.9(1).694.102 (Corc.):—Pass., πολλὰ καταβλαβῆναι μέρη Str.1.3.20.
German (Pape)
[Seite 1340] beschädigen, verletzen; ὅτε μή τι καταβλάπτῃ τὸ σὸν αὐτοῦ H. h. Merc. 23; κατέβλαψε τὸν τρωθέντα Plat. Legg. IX, 877 b; βλάβην 864 e; ἄν τις καταβλάψῃ τινὰ ἑκὼν ἀδίκως Dem. 23, 50, vgl. das Gesetz ib. §. 28; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλάπτω: μέλλ. -βλάψω, μεγάλως βλάπτω, ζημιώνω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 93, Πλάτ. Νόμ. 877Β· βλάβην καταβλάπτω τινά, ἐπιφέρω ζημίαν, βλάβην εἴς τινα, αὐτόθι 864Ε· καταβεβλαφότες τὴν πρόσοδον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 51· ὅ κα καταβλάψῃ αὐτόθι 1845. 103.