ὁρμαθός: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁρμᾰθός''': ὁ, ([[ὅρμος]]) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιά», Πλάτ. Ἴων 533Ε, [[οὕτως]] ἐπὶ νυκτερίδων, Ὀδ. Ω. 8, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6· [[οὕτως]], ὁρμ. κριβανωτῶν, ἰσχάδων Ἀριστοφ. Πλ. 765, Λυσ. 647· μελῶν ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 914· ἁμαξῶν Ξεν. Κύρ. 6. 3, 2· ἐνθουσιαζόντων Πλάτ. Ἴων 536Α· γραμματιδίων Θεοφρ. Χαρακτ. 6· κακῶν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
|lstext='''ὁρμᾰθός''': ὁ, ([[ὅρμος]]) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιά», Πλάτ. Ἴων 533Ε, [[οὕτως]] ἐπὶ νυκτερίδων, Ὀδ. Ω. 8, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6· [[οὕτως]], ὁρμ. κριβανωτῶν, ἰσχάδων Ἀριστοφ. Πλ. 765, Λυσ. 647· μελῶν ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 914· ἁμαξῶν Ξεν. Κύρ. 6. 3, 2· ἐνθουσιαζόντων Πλάτ. Ἴων 536Α· γραμματιδίων Θεοφρ. Χαρακτ. 6· κακῶν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />file, rangée, série de choses attachées ensemble.<br />'''Étymologie:''' ὁρμός.
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμᾰθός Medium diacritics: ὁρμαθός Low diacritics: ορμαθός Capitals: ΟΡΜΑΘΟΣ
Transliteration A: hormathós Transliteration B: hormathos Transliteration C: ormathos Beta Code: o(rmaqo/s

English (LSJ)

ὁ, (ὅρμος)

   A string, chain, or cluster of things hanging one from the other, as of beads or the links of a chain, Pl.Ion533e; of bats, Od.24.8; νεοττιῶν Arist.HA559a8; κριβανωτῶν, ἰσχάδων, Ar.Pl.765, Lys.647 ; μελῶν Id.Ra.914 ; ἁμαξῶν X.Cyr.6.3.2 ; ἐνθουσιαζόντων, χορευτῶν, Pl.Ion533e, 536a ; γραμματιδίων Thphr.Char.6.8 ; perh. of a chain of reasoning, Polystr.p.9 W., cf. Phld.Rh.1.186 S., Gal.4.698; ἐρώτων Anacreont.13.11.    II ὁ. ψάμμου a revolving sand-eddy, Arist.de An.419b24.

German (Pape)

[Seite 380] ὁ (ὅρμος), Reihe, Kette, mehrere zusammenhangende Dinge; Od. 24, 8, von einer Schaar an einander hangender Fledermäuse (die Schreibung ὀρμαθός widerlegt Spohn de extr. Odyss. parte p. 162); ἰσχάδων, Ar. Lys. 647, wie κριβανωτῶν, Plut. 765; auch μελῶν, Ran. 912; vgl. Plat. Ion 533 e, ὥςτ' ἐνίοτε ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται; – ὁρμαθοὺς ἁμαξῶν ποιεῖσθαι, eine lange Reihe bilden, Xen. Cyr. 6, 3, 2; Sp., Ἐρώτων, Anacr. 13, 11. – Hesych. erkl. auch φωλεός.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμᾰθός: ὁ, (ὅρμος) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιά», Πλάτ. Ἴων 533Ε, οὕτως ἐπὶ νυκτερίδων, Ὀδ. Ω. 8, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6· οὕτως, ὁρμ. κριβανωτῶν, ἰσχάδων Ἀριστοφ. Πλ. 765, Λυσ. 647· μελῶν ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 914· ἁμαξῶν Ξεν. Κύρ. 6. 3, 2· ἐνθουσιαζόντων Πλάτ. Ἴων 536Α· γραμματιδίων Θεοφρ. Χαρακτ. 6· κακῶν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
file, rangée, série de choses attachées ensemble.
Étymologie: ὁρμός.