σύργαστρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύργαστρος''': ὁ, [[κυρίως]] συρόγαστρος, ὁ σύρων κατὰ γῆς τὴν γαστέραν, ἕρπων ἐπὶ τῆς κοιλίας ὡς [[σκώληξ]] ἢ [[ὄφις]], Ἀνθ. Π. 15. 26. ΙΙ. μεταφορ. [[κοινός]], [[βάναυσος]] [[ἄνθρωπος]], [[ἐργάτης]], [[χειρῶναξ]], [[χυδαῖος]], Ἀλκίφρων 3, 19, 63· οὕτω καὶ συργάστωρ, ορος, ὁ, ὁ αὐτ. 3. 63. ― Ἀμφότεραι αἱ λέξεις ἑρμηνεύονται διὰ τοῦ συοφορβὸς ἢ ὑοφορβὸς παρ’ Ἡσύχ., Φωτ., Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λέξ. [[ἑρπετόν]]· ― πιθαν. [[ἕνεκα]] τῆς ταπεινότητος τῆς ἀσχολίας.
|lstext='''σύργαστρος''': ὁ, [[κυρίως]] συρόγαστρος, ὁ σύρων κατὰ γῆς τὴν γαστέραν, ἕρπων ἐπὶ τῆς κοιλίας ὡς [[σκώληξ]] ἢ [[ὄφις]], Ἀνθ. Π. 15. 26. ΙΙ. μεταφορ. [[κοινός]], [[βάναυσος]] [[ἄνθρωπος]], [[ἐργάτης]], [[χειρῶναξ]], [[χυδαῖος]], Ἀλκίφρων 3, 19, 63· οὕτω καὶ συργάστωρ, ορος, ὁ, ὁ αὐτ. 3. 63. ― Ἀμφότεραι αἱ λέξεις ἑρμηνεύονται διὰ τοῦ συοφορβὸς ἢ ὑοφορβὸς παρ’ Ἡσύχ., Φωτ., Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λέξ. [[ἑρπετόν]]· ― πιθαν. [[ἕνεκα]] τῆς ταπεινότητος τῆς ἀσχολίας.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui traîne son ventre à terre (ver, reptile, serpent);<br /><b>2</b> qui a le ventre tiré, qui meurt de faim, homme de peine.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]], [[γαστήρ]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύργαστρος Medium diacritics: σύργαστρος Low diacritics: σύργαστρος Capitals: ΣΥΡΓΑΣΤΡΟΣ
Transliteration A: sýrgastros Transliteration B: syrgastros Transliteration C: syrgastros Beta Code: su/rgastros

English (LSJ)

ὁ, (σύρω, γαστήρ)

   A trailing the belly, as a snake, AP15.26.14 (Dosiad. Ara).    II metaph., day-labourer, Alciphr.3.19,63; also συργάστωρ, ορος, ὁ, v.l. ibid. (in 63).--Both words are expld. by συοφορβός or ὑ (ο) φορβός in Hsch., Phot., EM736.25 (Συργάστωρ is also an ὄνομα βαρβαρικόν acc. to Hsch.).

German (Pape)

[Seite 1039] ὁ, u. συργάστωρ, ορος, ὁ, eigtl. συρόγαστρος, Schleppbauch, den Bauch auf dem Boden hinschleppend, dah. eine Schlange, Dosiad. ara 2 (XV, 26). – Uebertr., ein gemeiner Mensch, ein Tagelöhner, Alciphr. 3, 19. 63.

Greek (Liddell-Scott)

σύργαστρος: ὁ, κυρίως συρόγαστρος, ὁ σύρων κατὰ γῆς τὴν γαστέραν, ἕρπων ἐπὶ τῆς κοιλίας ὡς σκώληξὄφις, Ἀνθ. Π. 15. 26. ΙΙ. μεταφορ. κοινός, βάναυσος ἄνθρωπος, ἐργάτης, χειρῶναξ, χυδαῖος, Ἀλκίφρων 3, 19, 63· οὕτω καὶ συργάστωρ, ορος, ὁ, ὁ αὐτ. 3. 63. ― Ἀμφότεραι αἱ λέξεις ἑρμηνεύονται διὰ τοῦ συοφορβὸς ἢ ὑοφορβὸς παρ’ Ἡσύχ., Φωτ., Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λέξ. ἑρπετόν· ― πιθαν. ἕνεκα τῆς ταπεινότητος τῆς ἀσχολίας.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui traîne son ventre à terre (ver, reptile, serpent);
2 qui a le ventre tiré, qui meurt de faim, homme de peine.
Étymologie: σύρω, γαστήρ.