δοῦπος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοῦπος''': ὁ, πᾶς [[βαρύς]], [[ὑπόκωφος]] [[ἦχος]], [[δοῦπος]] ἀκόντων Ἰλ. Λ. 364, Π. 361· δ. ὀρώρει πύργων βαλλομένων Ι. 573, πρβλ. Μ. 289· ἐπὶ τοῦ [[μακρόθεν]] ἐρχομένου κρότου τῆς μάχης, Π. 635· ἐπὶ τοῦ κτύπου τῶν βημάτων, Κ. 354· ἐπὶ τοῦ τακτικοῦ βήματος τῶν πεζῶν, Ὀδ. Π. 10, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 234· ἐπὶ τοῦ θορύβου, ὃν παράγει μέγα [[πλῆθος]], Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ τοῦ ῥόθου τῆς θαλάσσης προσβαλλούσης τοὺς βράχους, Ε. 401· ἐπὶ τοῦ κρότου μακρὰν κειμένου καταρράκτου, Ἰλ. Δ. 455· ἐπὶ τοῦ ῥυθμικοῦ κρότου τοῦ χοροῦ, Ἡσ. Θ. 70· -σπάνιον παρὰ Τραγ., δ. μαράγνης Αἰσχύλ. Χο. 376· χερόπλακτοι δ’ ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι, στηθοκοπήματα βαρέα, Σοφ. Αἴ. 634, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 513· ἀκούομεν πυλῶν δ., ἐπὶ τοῦ κρότου τῶν ἀνοιγομένων πυλῶν, ὁ αὐτ. Ἴωνι 516· [[λίαν]] σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ξεν. Ἀν. 2. 2, 19· πρβλ. [[δουπέω]]. | |lstext='''δοῦπος''': ὁ, πᾶς [[βαρύς]], [[ὑπόκωφος]] [[ἦχος]], [[δοῦπος]] ἀκόντων Ἰλ. Λ. 364, Π. 361· δ. ὀρώρει πύργων βαλλομένων Ι. 573, πρβλ. Μ. 289· ἐπὶ τοῦ [[μακρόθεν]] ἐρχομένου κρότου τῆς μάχης, Π. 635· ἐπὶ τοῦ κτύπου τῶν βημάτων, Κ. 354· ἐπὶ τοῦ τακτικοῦ βήματος τῶν πεζῶν, Ὀδ. Π. 10, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 234· ἐπὶ τοῦ θορύβου, ὃν παράγει μέγα [[πλῆθος]], Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ τοῦ ῥόθου τῆς θαλάσσης προσβαλλούσης τοὺς βράχους, Ε. 401· ἐπὶ τοῦ κρότου μακρὰν κειμένου καταρράκτου, Ἰλ. Δ. 455· ἐπὶ τοῦ ῥυθμικοῦ κρότου τοῦ χοροῦ, Ἡσ. Θ. 70· -σπάνιον παρὰ Τραγ., δ. μαράγνης Αἰσχύλ. Χο. 376· χερόπλακτοι δ’ ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι, στηθοκοπήματα βαρέα, Σοφ. Αἴ. 634, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 513· ἀκούομεν πυλῶν δ., ἐπὶ τοῦ κρότου τῶν ἀνοιγομένων πυλῶν, ὁ αὐτ. Ἴωνι 516· [[λίαν]] σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ξεν. Ἀν. 2. 2, 19· πρβλ. [[δουπέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit sourd;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> bruit sonore.<br />'''Étymologie:''' c. *γδουπος dans [[ἐρίγδουπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A any dead, heavy sound, thud, δ. ἀκόντων Il.11.364, 16.361; δ. ὀρώρει πύργων βαλλομένων 9.573, cf. 12.289; of the distant din of battle, 16.635; of the sound of footsteps, 10.354, Od.16.10; of the measured tread of infantry, Il.23.234, Hes.Th.70; ὅμαδον καὶ δ., of a multitude, Od.10.556; of the roar of the sea dashing against rocks or of a distant torrent, 5.401, Il.4.455.—Rare in Trag., δ. μαράγνης A.Ch.376 (lyr.); χερόπλακτοι δ' ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι the loud beating of breasts, S.Aj.634, cf. E.Ba.513; ἀκούομεν πυλῶν δ. the noise of opening gates, Id.Ion 516. Rare in Prose, Th. 3.22 (v.l. ψόφον) ; θόρυβος καὶ δ. X.An.2.2.19.
German (Pape)
[Seite 662] ὁ, dumpfes Geräusch; Getöse, Schall, Brausen, Rauschen; entstanden aus γδοῦπος, wohl verwandt mit κτύπος, vgl. γδουπέω u. ἐρίγδουπος, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 45; bei Homer öfters: δοῦπος ἀκόντων, Il. 16, 361; vom Schall der Fußtritte, ποδῶν ὑπὸ δοῦπον ἀκούω Od. 16, 10; vom Geräusch einer bewegten Volksmenge 10, 556; vom Brausen des Meeres 5, 401; vom Rauschen der Waldbäche Il. 4, 455; – vom Schlagen der Brust bei der Klage, χειρόπληκτοι δοῦποι Soph. Ai. 621; πυλῶν Eur. Ion 516; Theocr. 25, 69; ἄκμονος Call. Dian. 54. – Selten in Prosa, θόρυβος καὶ δοῦπος Xen. An. 2. 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δοῦπος: ὁ, πᾶς βαρύς, ὑπόκωφος ἦχος, δοῦπος ἀκόντων Ἰλ. Λ. 364, Π. 361· δ. ὀρώρει πύργων βαλλομένων Ι. 573, πρβλ. Μ. 289· ἐπὶ τοῦ μακρόθεν ἐρχομένου κρότου τῆς μάχης, Π. 635· ἐπὶ τοῦ κτύπου τῶν βημάτων, Κ. 354· ἐπὶ τοῦ τακτικοῦ βήματος τῶν πεζῶν, Ὀδ. Π. 10, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 234· ἐπὶ τοῦ θορύβου, ὃν παράγει μέγα πλῆθος, Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ τοῦ ῥόθου τῆς θαλάσσης προσβαλλούσης τοὺς βράχους, Ε. 401· ἐπὶ τοῦ κρότου μακρὰν κειμένου καταρράκτου, Ἰλ. Δ. 455· ἐπὶ τοῦ ῥυθμικοῦ κρότου τοῦ χοροῦ, Ἡσ. Θ. 70· -σπάνιον παρὰ Τραγ., δ. μαράγνης Αἰσχύλ. Χο. 376· χερόπλακτοι δ’ ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι, στηθοκοπήματα βαρέα, Σοφ. Αἴ. 634, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 513· ἀκούομεν πυλῶν δ., ἐπὶ τοῦ κρότου τῶν ἀνοιγομένων πυλῶν, ὁ αὐτ. Ἴωνι 516· λίαν σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ξεν. Ἀν. 2. 2, 19· πρβλ. δουπέω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 bruit sourd;
2 p. ext. bruit sonore.
Étymologie: c. *γδουπος dans ἐρίγδουπος.