εὐώνυμος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ἔχων καλὸν [[ὄνομα]], [[ἔντιμος]], Ἡσ. Θ. 409, Πινδ. Ο. 2. 12, κλ.· [[εὐώνυμος]] [[χάρις]], ἡ τιμὴ καλοῦ ὀνόματος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 90· [[δίκη]]… μὴ [[εὐώνυμος]], οὐχὶ [[ἔντιμος]], Πλάτ. Νόμ. 754Ε. 2) ἐπὶ καλοῦ οἰωνοῦ, εὐοίωνος, Λατιν. bone ominatus, ἀντίθετον τῷ [[δυσώνυμος]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 302D, Δίων Κ. 52. 4. 3) [[εὐτυχής]], Πίνδ. 7. 70., 8. 80· πρβλ. Εὐστ. 852. 5. ΙΙ. εὐφημιστικῶς ἀντὶ [[ἀριστερός]], ([[διότι]] οἱ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, πρβλ. [[δεξιός]], εὔξεινος, [[εὔφημος]] καὶ [[ἀριστερός]]), λύει τὸν αὑτῆς πέπλον… ἐκ δ’ ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ’ εὐώνυμον Σοφ. Τρ. 926· ἐξ εὐωνύμου χειρὸς Ἡρόδ. 7. 109· ἐξ εὐωνύμου (ἐξυπ. χειρὸς) ὁ αὐτ. 1. 72· κατὰ τὰ εὐ. Ξεν. Λακ. 11, 10· εἰς τὰ εὐ. παρεκκλίνειν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 19· ἐπὶ τὰ εὐ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ εὐώνυμον [[κέρας]] Ἡρόδ. 6. 111, Θουκ. 5. 67, Ξεν., κλ. τὸ εὐώνυμον ([[ἄνευ]] τοῦ [[κέρας]]) Θουκ. 4. 96· ἐπὶ οἰωνῶν, ἀντίθετον τῷ οἱ δεξιοὶ φύσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 490. ΙΙΙ. ὡς ὄν. κύρ., «Εὐώνυμον· καὶ [[δῆμος]] φυλῆς τῆς Ἐρεχθηΐδος» | |lstext='''εὐώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ἔχων καλὸν [[ὄνομα]], [[ἔντιμος]], Ἡσ. Θ. 409, Πινδ. Ο. 2. 12, κλ.· [[εὐώνυμος]] [[χάρις]], ἡ τιμὴ καλοῦ ὀνόματος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 90· [[δίκη]]… μὴ [[εὐώνυμος]], οὐχὶ [[ἔντιμος]], Πλάτ. Νόμ. 754Ε. 2) ἐπὶ καλοῦ οἰωνοῦ, εὐοίωνος, Λατιν. bone ominatus, ἀντίθετον τῷ [[δυσώνυμος]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 302D, Δίων Κ. 52. 4. 3) [[εὐτυχής]], Πίνδ. 7. 70., 8. 80· πρβλ. Εὐστ. 852. 5. ΙΙ. εὐφημιστικῶς ἀντὶ [[ἀριστερός]], ([[διότι]] οἱ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, πρβλ. [[δεξιός]], εὔξεινος, [[εὔφημος]] καὶ [[ἀριστερός]]), λύει τὸν αὑτῆς πέπλον… ἐκ δ’ ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ’ εὐώνυμον Σοφ. Τρ. 926· ἐξ εὐωνύμου χειρὸς Ἡρόδ. 7. 109· ἐξ εὐωνύμου (ἐξυπ. χειρὸς) ὁ αὐτ. 1. 72· κατὰ τὰ εὐ. Ξεν. Λακ. 11, 10· εἰς τὰ εὐ. παρεκκλίνειν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 19· ἐπὶ τὰ εὐ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ εὐώνυμον [[κέρας]] Ἡρόδ. 6. 111, Θουκ. 5. 67, Ξεν., κλ. τὸ εὐώνυμον ([[ἄνευ]] τοῦ [[κέρας]]) Θουκ. 4. 96· ἐπὶ οἰωνῶν, ἀντίθετον τῷ οἱ δεξιοὶ φύσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 490. ΙΙΙ. ὡς ὄν. κύρ., «Εὐώνυμον· καὶ [[δῆμος]] φυλῆς τῆς Ἐρεχθηΐδος» | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui a un beau nom :<br /><b>1</b> au nom respecté <i>ou</i> honoré;<br /><b>2</b> qui a un nom de bon augure ; <i>d’où par antiphrase, pour</i> [[ἀριστερός]] <i>ou</i> [[σκαιός]], placé à gauche : [[ἐξ]] εὐωνύμου χειρός HDT <i>ou simpl.</i> [[ἐξ]] εὐωνύμου à main gauche, à gauche ; κατὰ τὰ εὐώνυμα vers la gauche, sur la gauche ; τὸ εὐώνυμον [[κέρας]] (ou simpl.) τὸ εὐώνυμον l’aile gauche;<br /><b>II.</b> rempli de beaux mots.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄνομα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ον, (ὄνομα)
A of good name, honoured, Hes.Th.409, Pi.O.2.7, etc.; εὐ. χάρις the honour of a good name, Id.P.11.58; δίκη . . μὴ εὐ. not creditable, Pl.Lg. 754e. 2 expressed in well-chosen terms, λόγος Luc.Lex.1. II having an auspicious name or sound, ἀριστοκρατία Pl.Plt.302d; πρόσρημα D.C.52.4. 2 prosperous, fortunate, δίκα, πόδες, Pi.N. 7.48, 8.47, cf. Eust.895.37. 3 epith. of Artemis, Ἀρχ. Ἐφ. 1914.20 (Gonni, iv/iii B.C.). III euphem. (like ἀριστερός) for left, on the left hand (because bad omens came from the left), ὠλένη εὐ. S.Tr.926; ἐξ εὐωνύμου χειρός Hdt.7.109; ἐξ εὐωνύμου (sc. χειρός) Id.1.72; κατὰ τὰ εὐ. X.Lac.11.10; εἰς τὰ εὐ. παρεκκλίνειν Arist.PA 666b7; ἐπὶ τὰ εὐ. ἀνακλίνεσθαι Id.HA498a11; ἐξ -ωνύμων Ev.Matt. 20.21; as military term, τὸ εὐ. κέρας Hdt.6.111, Th.5.67, etc.; τὸ εὐ. (without κέρας) Th.4.96. 2 euphem. of bad omens, opp.οἱ δεξιοὶ φύσιν, A.Pr.490, cf.SIG1167.3 (Ephesus, vi/v B. C.). 3 Astron., southerly, Cleom.1.1.
εὐώνυμ-ος (B), ἡ,
A spindle-tree, Euonymus europaeus, Plin.HN13.118; τὸ εὐ. δένδρον Thphr.HP3.18.13.
German (Pape)
[Seite 1111] mit gutem Namen, berühmt, geehrt; Ἀστερίη Hes. Th. 409; πάτρα, πατέρες, Pind. N. 7, 85 Ol. 2, 8; Ἀθῆναι N. 4, 19; auch πόδες, die im Wettlaufe den Sieg davon getragen haben, 8, 47; χάρις, rühmliches Lob, P. 11, 58; ἀριστοκρατία Plat. Polit. 302 d; καὶ καλὴ δίκη, im Ggstz von αἰσχρά, ehrenvoll, Legg. VI, 754 e. Geziert sagt Luc. Leziph. 1 λόγος εὐών., reich an schönen Namen. – Mit einem Namen von guter Vorbedeutung, ἡ ἰσονομία τό τε πρόσρημα εὐώνυμον καὶ τὸ ἔργον δικαιότατον ἔχει D. Cass. 52, 4; vgl. auch die Stellen des Plat. – Dah. euphemistischer Ausdruck für links (denn ἀριστερός hatte eine üble Vorbedeutung, u. man suchte daher dies Wort zu vermeiden), sowohl bei den Tragg., neben δεξιός Aesch. Prom. 488, ὠλένη Soph. Tr. 922, als in Prosa, Plat. Legg. VI, 760 d; häufiger bei Her., 7, 109; bes. Thuc. u. Xen. in der Bezeichnung des linken Flügels, τὸ εὐώνυμον κέρας u. τὸ εὐών. allein, u. so auch Sp.; – ἡ εὐώνυμος, der Spindelbaum, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων καλὸν ὄνομα, ἔντιμος, Ἡσ. Θ. 409, Πινδ. Ο. 2. 12, κλ.· εὐώνυμος χάρις, ἡ τιμὴ καλοῦ ὀνόματος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 90· δίκη… μὴ εὐώνυμος, οὐχὶ ἔντιμος, Πλάτ. Νόμ. 754Ε. 2) ἐπὶ καλοῦ οἰωνοῦ, εὐοίωνος, Λατιν. bone ominatus, ἀντίθετον τῷ δυσώνυμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 302D, Δίων Κ. 52. 4. 3) εὐτυχής, Πίνδ. 7. 70., 8. 80· πρβλ. Εὐστ. 852. 5. ΙΙ. εὐφημιστικῶς ἀντὶ ἀριστερός, (διότι οἱ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, πρβλ. δεξιός, εὔξεινος, εὔφημος καὶ ἀριστερός), λύει τὸν αὑτῆς πέπλον… ἐκ δ’ ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ’ εὐώνυμον Σοφ. Τρ. 926· ἐξ εὐωνύμου χειρὸς Ἡρόδ. 7. 109· ἐξ εὐωνύμου (ἐξυπ. χειρὸς) ὁ αὐτ. 1. 72· κατὰ τὰ εὐ. Ξεν. Λακ. 11, 10· εἰς τὰ εὐ. παρεκκλίνειν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 19· ἐπὶ τὰ εὐ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ εὐώνυμον κέρας Ἡρόδ. 6. 111, Θουκ. 5. 67, Ξεν., κλ. τὸ εὐώνυμον (ἄνευ τοῦ κέρας) Θουκ. 4. 96· ἐπὶ οἰωνῶν, ἀντίθετον τῷ οἱ δεξιοὶ φύσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 490. ΙΙΙ. ὡς ὄν. κύρ., «Εὐώνυμον· καὶ δῆμος φυλῆς τῆς Ἐρεχθηΐδος»
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui a un beau nom :
1 au nom respecté ou honoré;
2 qui a un nom de bon augure ; d’où par antiphrase, pour ἀριστερός ou σκαιός, placé à gauche : ἐξ εὐωνύμου χειρός HDT ou simpl. ἐξ εὐωνύμου à main gauche, à gauche ; κατὰ τὰ εὐώνυμα vers la gauche, sur la gauche ; τὸ εὐώνυμον κέρας (ou simpl.) τὸ εὐώνυμον l’aile gauche;
II. rempli de beaux mots.
Étymologie: εὖ, ὄνομα.