ὑπεύθυνος: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεύθῡνος''': -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς εὐθύνην, [[ὑπόλογος]], [[ὑπεύθυνος]] [[ἀρχή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μουναρχίη, Ἡρόδ. 3. 80· τραχὺς [[μόναρχος]], οὐδ’ ὑπ. κρατεῖ Αἰσχύλ. Προμ. 324· οὐχ [[ὑπεύθυνος]] πόλει ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 213, πρβλ. Χο. 715· ἄλλως τε καὶ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν, ἄλλως τε [[ἡμεῖς]] οἱ συμβουλεύοντες εἴμεθα ὑπεύθυνοι, ἐν ᾧ ὑμεῖς οἱ ἀκούοντες εἶσθε ἀνεύθυνοι ([[διότι]] οἱ συμβουλεύοντές τι δημοσίως τὸν δῆμον ἦσαν ὑπεύθυνοι), Θουκ. 3. 43· οἱ ὑπεύθυνοι, ἐν Ἀθήναις οἱ ἄρχοντες, οἵτινες ἀποτιθέμενοι τὴν ἀρχὴν ἦσαν ἠναγκασμένοι νὰ παραδίδωσι λογαριασμὸν εἰς τοὺς δημοσίους ἐλεγκτὰς (τοὺς λογιστάς), Ἀριστοφ. Ἱππ. 259, Σφ. 102, Ἀντιφῶν 146. 23, κλπ.· ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ γεγένηνται, ὑπεύθυνοί εἰσιν Ἀνδοκ. 33. 13· ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑπ. χορῶν, πρὸς τοὺς θεατάς, οἵτινες ἦσαν οἱ ἐλεγκταὶ καὶ κριταὶ τῆς δραματικῆς παραστάσεως, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 30. 2) [[μετὰ]] γεν., ὁ ὀφείλων εὐθύνας διά τι, [[ὑπόλογος]], ὑπ. ἀρχῆς ἑτέρας παρὰ Δημ. 747. 1· προκλήσεως ὁ αὐτ. 1114. 21· - [[οὕτως]] ἐπὶ δούλων, [[σῶμα]] ὑπ. ἀδικημάτων, τὸ σῶμά των [[εἶναι]] ὑπεύθυνον διὰ τὰς κακάς των πράξεις, δηλ. τιμωρεῖται τὸ σῶμά των δι’ αὐτάς, ὁ αὐτ. 610. 5· τῆς ἀγνοίας ὑπ., λογιζόμενος [[ὑπεύθυνος]] διὰ τὴν ἄγνοιαν, ὁ αὐτ. 293 ἐν τέλ.· τῆς φωνῆς Λουκ. π. Ὀρχ. 27. 3) [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ὑπ. κινδύνῳ, ὑπ. τιμωρίᾳ Λυκοῦργ. 166. 17., 169. 8· - ἀλλὰ [[μετὰ]] δοτ. προσώπου, [[ὑπεύθυνος]], Λατ. obnoxius, ὑπ. ὢν οὐδενὶ Δημ. 306. 4· διδόναι αὑτὸν ὑπ. τῇ τύχῃ ὁ αὐτ. 291. 19, πρβλ. Αἰσχίν. 51. 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νως, [[Πολυδ]]. Γ΄, 139. | |lstext='''ὑπεύθῡνος''': -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς εὐθύνην, [[ὑπόλογος]], [[ὑπεύθυνος]] [[ἀρχή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μουναρχίη, Ἡρόδ. 3. 80· τραχὺς [[μόναρχος]], οὐδ’ ὑπ. κρατεῖ Αἰσχύλ. Προμ. 324· οὐχ [[ὑπεύθυνος]] πόλει ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 213, πρβλ. Χο. 715· ἄλλως τε καὶ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν, ἄλλως τε [[ἡμεῖς]] οἱ συμβουλεύοντες εἴμεθα ὑπεύθυνοι, ἐν ᾧ ὑμεῖς οἱ ἀκούοντες εἶσθε ἀνεύθυνοι ([[διότι]] οἱ συμβουλεύοντές τι δημοσίως τὸν δῆμον ἦσαν ὑπεύθυνοι), Θουκ. 3. 43· οἱ ὑπεύθυνοι, ἐν Ἀθήναις οἱ ἄρχοντες, οἵτινες ἀποτιθέμενοι τὴν ἀρχὴν ἦσαν ἠναγκασμένοι νὰ παραδίδωσι λογαριασμὸν εἰς τοὺς δημοσίους ἐλεγκτὰς (τοὺς λογιστάς), Ἀριστοφ. Ἱππ. 259, Σφ. 102, Ἀντιφῶν 146. 23, κλπ.· ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ γεγένηνται, ὑπεύθυνοί εἰσιν Ἀνδοκ. 33. 13· ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑπ. χορῶν, πρὸς τοὺς θεατάς, οἵτινες ἦσαν οἱ ἐλεγκταὶ καὶ κριταὶ τῆς δραματικῆς παραστάσεως, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 30. 2) [[μετὰ]] γεν., ὁ ὀφείλων εὐθύνας διά τι, [[ὑπόλογος]], ὑπ. ἀρχῆς ἑτέρας παρὰ Δημ. 747. 1· προκλήσεως ὁ αὐτ. 1114. 21· - [[οὕτως]] ἐπὶ δούλων, [[σῶμα]] ὑπ. ἀδικημάτων, τὸ σῶμά των [[εἶναι]] ὑπεύθυνον διὰ τὰς κακάς των πράξεις, δηλ. τιμωρεῖται τὸ σῶμά των δι’ αὐτάς, ὁ αὐτ. 610. 5· τῆς ἀγνοίας ὑπ., λογιζόμενος [[ὑπεύθυνος]] διὰ τὴν ἄγνοιαν, ὁ αὐτ. 293 ἐν τέλ.· τῆς φωνῆς Λουκ. π. Ὀρχ. 27. 3) [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., ὑπ. κινδύνῳ, ὑπ. τιμωρίᾳ Λυκοῦργ. 166. 17., 169. 8· - ἀλλὰ [[μετὰ]] δοτ. προσώπου, [[ὑπεύθυνος]], Λατ. obnoxius, ὑπ. ὢν οὐδενὶ Δημ. 306. 4· διδόναι αὑτὸν ὑπ. τῇ τύχῃ ὁ αὐτ. 291. 19, πρβλ. Αἰσχίν. 51. 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νως, [[Πολυδ]]. Γ΄, 139. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> soumis à une reddition de comptes, qui doit rendre compte de sa gestion (financière, politique <i>ou</i> autre) ; [[ὑπεύθυνος]] [[ἀρχή]] HDT pouvoir responsable ; ὑπεύθυνός τινι <i>ou</i> avec [[πρός]] et l’acc. : responsable devant qqn ; <i>à Athènes</i> [[οἱ]] ὑπεύθυνοι magistrats qui, à leur sortie de charge, rendaient leurs comptes devant les juges compétents;<br /><b>2</b> soumis à une surveillance <i>ou</i> à une autorité, soumis, dépendant de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], εὐθύνη. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A liable to give account for one's administration of an office, responsible, ὑ. ἀρχή, opp.μουναρχίη, Hdt.3.80; τραχὺς μόναρχος, οὐδ' ὑ. κρατεῖ A.Pr.326, cf. Ch.715; οὐχ ὑπεύθυνος πόλει Id.Pers.213; ὑ. τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν we who advise are responsible, while you who hear are irresponsible, Th. 3.43; οἱ ὑ., at Athens, magistrates who, on quitting office, had to give an account of their administration to examiners (εὔθυνοι) and (if they had handled public funds) to auditors (λογισταί), Ar.Eq. 259, V.102, Antipho 6.43, etc.; ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ πόλει γεγένηνται, ὑ. εἰσιν And.4.30; ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑ. χορῶν, addressed to the spectators, who were 'auditors' and judges of the performance, Eup.223. 2 c. gen., under liability for, answerable for, ὑ. ἑτέρας ἀρχῆς Jusj. ap. D.24.150; προκλήσεως Id.45.43; of slaves, σῶμα ὑ. ἀδικημάτων their body is liable for their misdeeds, i.e. they must pay for them with their body, Id.22.55; τῆς ἀγνοίας ὑ. held responsible for it, Id.18.196; τῆς φωνῆς Luc.Salt.27. 3 c. dat., ὑ. κινδύνῳ, ὑ. τιμωρίᾳ, Lycurg.129,148, cf. BCH17.242 (Phrygia): c. dat. pers., responsible to another, dependent on him, ὑ. ὢν οὐδενί D.18.235; διδόναι ἑαυτὸν ὑ. τῇ τύχῃ, etc., ib.189, cf. Aeschin.2.170; τῇ γνώμῃ τῶν πολλῶν Phld.Ind.Sto.21. II Adv. -νως Poll.3.139.
German (Pape)
[Seite 1205] rechenschaftspflichtig, bes. der dem Staate wegen eines verwalteten Amtes Rechenschaft schuldig ist, verantwortlich; ἀρχή, im Gegensatz von μουναρχίη, Her. 3, 80, wie Aesch. τραχὺς μόναρχος, οὐδ' ὑπεύθυνος κρατεῖ, Prom. 324; ὑπ. πόλει Pers. 209; παραίνεσις, Thuc. 3, 43; im Heliasteneide, Dem. 24, 150. Ueberh. unterworfen, abhängig, nicht sein eigner Herr, τὸ δούλων σῶμα ὑπεύθυνον τῶν ἀδικημάτων id. 24, 167; auch = schuldig, τινός, Antiph. 6, 43; Luc. salt. 27; – τινί, unterworfen, τιμωρίᾳ Lycurg. 148, κινδύνῳ 129; vgl. Dem. 18, 189; τῷ συκοφάντῃ Aesch. 2, 170.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεύθῡνος: -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς εὐθύνην, ὑπόλογος, ὑπεύθυνος ἀρχή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μουναρχίη, Ἡρόδ. 3. 80· τραχὺς μόναρχος, οὐδ’ ὑπ. κρατεῖ Αἰσχύλ. Προμ. 324· οὐχ ὑπεύθυνος πόλει ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 213, πρβλ. Χο. 715· ἄλλως τε καὶ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν, ἄλλως τε ἡμεῖς οἱ συμβουλεύοντες εἴμεθα ὑπεύθυνοι, ἐν ᾧ ὑμεῖς οἱ ἀκούοντες εἶσθε ἀνεύθυνοι (διότι οἱ συμβουλεύοντές τι δημοσίως τὸν δῆμον ἦσαν ὑπεύθυνοι), Θουκ. 3. 43· οἱ ὑπεύθυνοι, ἐν Ἀθήναις οἱ ἄρχοντες, οἵτινες ἀποτιθέμενοι τὴν ἀρχὴν ἦσαν ἠναγκασμένοι νὰ παραδίδωσι λογαριασμὸν εἰς τοὺς δημοσίους ἐλεγκτὰς (τοὺς λογιστάς), Ἀριστοφ. Ἱππ. 259, Σφ. 102, Ἀντιφῶν 146. 23, κλπ.· ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ γεγένηνται, ὑπεύθυνοί εἰσιν Ἀνδοκ. 33. 13· ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑπ. χορῶν, πρὸς τοὺς θεατάς, οἵτινες ἦσαν οἱ ἐλεγκταὶ καὶ κριταὶ τῆς δραματικῆς παραστάσεως, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 30. 2) μετὰ γεν., ὁ ὀφείλων εὐθύνας διά τι, ὑπόλογος, ὑπ. ἀρχῆς ἑτέρας παρὰ Δημ. 747. 1· προκλήσεως ὁ αὐτ. 1114. 21· - οὕτως ἐπὶ δούλων, σῶμα ὑπ. ἀδικημάτων, τὸ σῶμά των εἶναι ὑπεύθυνον διὰ τὰς κακάς των πράξεις, δηλ. τιμωρεῖται τὸ σῶμά των δι’ αὐτάς, ὁ αὐτ. 610. 5· τῆς ἀγνοίας ὑπ., λογιζόμενος ὑπεύθυνος διὰ τὴν ἄγνοιαν, ὁ αὐτ. 293 ἐν τέλ.· τῆς φωνῆς Λουκ. π. Ὀρχ. 27. 3) ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὑπ. κινδύνῳ, ὑπ. τιμωρίᾳ Λυκοῦργ. 166. 17., 169. 8· - ἀλλὰ μετὰ δοτ. προσώπου, ὑπεύθυνος, Λατ. obnoxius, ὑπ. ὢν οὐδενὶ Δημ. 306. 4· διδόναι αὑτὸν ὑπ. τῇ τύχῃ ὁ αὐτ. 291. 19, πρβλ. Αἰσχίν. 51. 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Γ΄, 139.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 soumis à une reddition de comptes, qui doit rendre compte de sa gestion (financière, politique ou autre) ; ὑπεύθυνος ἀρχή HDT pouvoir responsable ; ὑπεύθυνός τινι ou avec πρός et l’acc. : responsable devant qqn ; à Athènes οἱ ὑπεύθυνοι magistrats qui, à leur sortie de charge, rendaient leurs comptes devant les juges compétents;
2 soumis à une surveillance ou à une autorité, soumis, dépendant de, gén..
Étymologie: ὑπό, εὐθύνη.