δρᾶμα: Difference between revisions

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρᾶμα''': τό, ([[δράω]]) [[ἔργον]], [[πρᾶξις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 533· [[ὑπούργημα]], [[ἐργασία]] ἢ καθῆκον, [[ὅπερ]] ἐκπληροῖ τις, Heind. Πλάτ. Θεαιτ. 169Β. ΙΙ. [[πρᾶξις]] παριστανομένη ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστ. Ποιητ. 3, 4· μὴ ἐν τῷ δρ., οὐχὶ ἐν τῇ πράξει ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[αὐτόθι]] 24, 20, πρβλ. 14, 13. 2) [[δρᾶμα]], ἰδίως [[τραγῳδία]], Ἀριστοφ. Βατρ. 920, κτλ.· δρ. ποιεῖν [[αὐτόθι]] 1021· δρ. διδάσκειν, παριστάνειν δρ., ἴδε [[διδάσκω]] ΙΙ· Σατυρικὸν δρ., Πλάτ. Συμπ. 222D· μεταφ., παντὸς εἴδους [[ὑπόκρισις]] καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς [[ἀποτέλεσμα]], δραματικὴ [[ἐνέργεια]] (ἐκτὸς τῆς σκηνῆς), δραματικὴ [[ἐντύπωσις]], τὰ ἐλεεινὰ [[ταῦτα]] δράματα εἰσάγειν ὁ αὐτ. Ἀπολ. 35Β· τραγικὸν γεγονός, Πολύβ. 24. 8, 12, κλ.
|lstext='''δρᾶμα''': τό, ([[δράω]]) [[ἔργον]], [[πρᾶξις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 533· [[ὑπούργημα]], [[ἐργασία]] ἢ καθῆκον, [[ὅπερ]] ἐκπληροῖ τις, Heind. Πλάτ. Θεαιτ. 169Β. ΙΙ. [[πρᾶξις]] παριστανομένη ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστ. Ποιητ. 3, 4· μὴ ἐν τῷ δρ., οὐχὶ ἐν τῇ πράξει ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[αὐτόθι]] 24, 20, πρβλ. 14, 13. 2) [[δρᾶμα]], ἰδίως [[τραγῳδία]], Ἀριστοφ. Βατρ. 920, κτλ.· δρ. ποιεῖν [[αὐτόθι]] 1021· δρ. διδάσκειν, παριστάνειν δρ., ἴδε [[διδάσκω]] ΙΙ· Σατυρικὸν δρ., Πλάτ. Συμπ. 222D· μεταφ., παντὸς εἴδους [[ὑπόκρισις]] καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς [[ἀποτέλεσμα]], δραματικὴ [[ἐνέργεια]] (ἐκτὸς τῆς σκηνῆς), δραματικὴ [[ἐντύπωσις]], τὰ ἐλεεινὰ [[ταῦτα]] δράματα εἰσάγειν ὁ αὐτ. Ἀπολ. 35Β· τραγικὸν γεγονός, Πολύβ. 24. 8, 12, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action ; <i>particul.</i> affaire, office, devoir <i>ou</i> obligation dont on s’acquitte;<br /><b>2</b> action se déroulant sur un théâtre, pièce de théâtre, drame ; <i>particul.</i> tragédie.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾶμα Medium diacritics: δρᾶμα Low diacritics: δράμα Capitals: ΔΡΑΜΑ
Transliteration A: drâma Transliteration B: drama Transliteration C: drama Beta Code: dra=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (δράω)

   A deed, act, opp. πάθος, A.Ag.533; office, business, duty, Pl.Tht.150a, R.451c; τὸ δ. δρᾶν to go about one's business, Id.Tht.169b.    II action represented on the stage, drama, play, Ar.Ra.920, Arist.Po.1448a28, etc.; μὴ ἐν τῷ δ. not in the action on the stage, ib.1460a31; ἔξω τοῦ δ. ib.1453b32; δ. ποιεῖν Ar.Ra.1021; σατυρικὸν δ. Pl.Smp.222d (with play on 1): metaph., stage-effect of any kind, τὰ ἐλεινὰ ταῦτα δ. εἰσάγειν Id.Ap.35b: also, tragical event, Plb.23.10.12, Him.Ecl.1.12, etc.

German (Pape)

[Seite 664] τό, das Gethane, die That, Handlung; Aesch. Ag. 533; das Geschäft, Plat. Theaet. 150 a; vgl. Rep. V, 451 c. Bes. eine auf der Schaubühne dargestellte Handlung, Schauspiel; δρᾶμα ποιεῖν, dichten, Ar. Ran. 1021; σατυρικόν Plat. Conv. 222 d, u. A.; vorzugsweise von der Tragödie; übertr., wie unser Schauspiel; τὰ ἐλεεινὰ ταῦτα δράματα εἰσάγειν , von den Verklagten, die ihre Familie auftreten ließen, um das Mitleid der Richter zu erregen, Plat. Apol. 35 b; öfter bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾶμα: τό, (δράω) ἔργον, πρᾶξις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 533· ὑπούργημα, ἐργασία ἢ καθῆκον, ὅπερ ἐκπληροῖ τις, Heind. Πλάτ. Θεαιτ. 169Β. ΙΙ. πρᾶξις παριστανομένη ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστ. Ποιητ. 3, 4· μὴ ἐν τῷ δρ., οὐχὶ ἐν τῇ πράξει ἐπὶ τῆς σκηνῆς, αὐτόθι 24, 20, πρβλ. 14, 13. 2) δρᾶμα, ἰδίως τραγῳδία, Ἀριστοφ. Βατρ. 920, κτλ.· δρ. ποιεῖν αὐτόθι 1021· δρ. διδάσκειν, παριστάνειν δρ., ἴδε διδάσκω ΙΙ· Σατυρικὸν δρ., Πλάτ. Συμπ. 222D· μεταφ., παντὸς εἴδους ὑπόκρισις καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς ἀποτέλεσμα, δραματικὴ ἐνέργεια (ἐκτὸς τῆς σκηνῆς), δραματικὴ ἐντύπωσις, τὰ ἐλεεινὰ ταῦτα δράματα εἰσάγειν ὁ αὐτ. Ἀπολ. 35Β· τραγικὸν γεγονός, Πολύβ. 24. 8, 12, κλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action ; particul. affaire, office, devoir ou obligation dont on s’acquitte;
2 action se déroulant sur un théâtre, pièce de théâtre, drame ; particul. tragédie.
Étymologie: δράω.