τηνικαῦτα: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηνῐκαῦτα''': συνηθέστερος [[τύπος]] τοῦ [[τηνίκα]], ἀποδιδόμενος εἴς τι ἀναφορικόν, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τότε]], [[ἡνίκα]]..., [[τηνικαῦτα]]..., Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9· [[ὡσαύτως]] ἀνταποδιδόμενος εἰς τὸ [[ὁπηνίκα]], Σοφ. Φιλ. 465· εἰς τὸ ὅτε ἢ [[ὅταν]], ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 393, Ο. Τ. 76, κλπ.· εἰς τὸ [[ὁπότε]], [[ὅκως]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 26, Ἡρόδ. 1. 17· εἰς τὸ ἐπεί, ἐπειδή, ἐπειδάν, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3., 4. 1, 5, Κύρ. 1. 2, 13· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ., τὸ τ. Διόδ. 1. 98, κλπ. 2) [[ἄνευ]] ῥητῶς ἐκφερομένου ἀναφορικοῦ, Ἡρόδ. 1. 18, 63, Σοφ. Ἀντ. 775, κλπ.· ἤδη τ., ἤδη κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, Ἡρόδ. 2. 51· τ. ἤδη Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 789· τὸ τ. ἤδη Πλάτ. Ἀλκ. 2. 150Ε· ― κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς ἡμέρας, Λυσίας 93. 43· οὕτω [[μετὰ]] γεν., τ. τοῦ θέρους, κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τοῦ θέρους, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 1171· τ. τοῦ ἔτους Λουκ. Ἡρόδ. 7. ΙΙ. χωρὶς ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1142, Πλάτ. Νόμ. 792Β, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 14. (Ἐκ τοῦ [[τηνίκα]], ὡς τὸ [[ἐνταῦθα]] ἐκ τοῦ [[ἔνθα]]). | |lstext='''τηνῐκαῦτα''': συνηθέστερος [[τύπος]] τοῦ [[τηνίκα]], ἀποδιδόμενος εἴς τι ἀναφορικόν, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τότε]], [[ἡνίκα]]..., [[τηνικαῦτα]]..., Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9· [[ὡσαύτως]] ἀνταποδιδόμενος εἰς τὸ [[ὁπηνίκα]], Σοφ. Φιλ. 465· εἰς τὸ ὅτε ἢ [[ὅταν]], ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 393, Ο. Τ. 76, κλπ.· εἰς τὸ [[ὁπότε]], [[ὅκως]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 26, Ἡρόδ. 1. 17· εἰς τὸ ἐπεί, ἐπειδή, ἐπειδάν, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3., 4. 1, 5, Κύρ. 1. 2, 13· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ., τὸ τ. Διόδ. 1. 98, κλπ. 2) [[ἄνευ]] ῥητῶς ἐκφερομένου ἀναφορικοῦ, Ἡρόδ. 1. 18, 63, Σοφ. Ἀντ. 775, κλπ.· ἤδη τ., ἤδη κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, Ἡρόδ. 2. 51· τ. ἤδη Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 789· τὸ τ. ἤδη Πλάτ. Ἀλκ. 2. 150Ε· ― κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς ἡμέρας, Λυσίας 93. 43· οὕτω [[μετὰ]] γεν., τ. τοῦ θέρους, κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τοῦ θέρους, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 1171· τ. τοῦ ἔτους Λουκ. Ἡρόδ. 7. ΙΙ. χωρὶς ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1142, Πλάτ. Νόμ. 792Β, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 14. (Ἐκ τοῦ [[τηνίκα]], ὡς τὸ [[ἐνταῦθα]] ἐκ τοῦ [[ἔνθα]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />à ce moment même, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> à ce moment du jour;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> à ce moment, alors ; τὸ [[τηνικαῦτα]] <i>m. sign.</i> ; avec un gén. : [[τηνικαῦτα]] [[τοῦ]] ἔτους LUC à cette époque de l’année;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> alors, dans ces circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[τηνίκα]], -αυτά, cf. [[οὗτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
commoner form for τηνίκα, answering to a Relat.,
A at that time, then, ἡνίκα... τηνικαῦτα . . X.Cyr.7.1.9; answering to ὁπηνίκα, S.Ph.465; to ὅτε or ὅταν, Id.OC393, OT76, etc.; to ὁπότε, ὅκως, X.Cyr.1.6.26, Hdt.1.17; to ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, X.An.4.2.3, Cyr.1.2.13, D.21.96: also with the Art., τὸ τ. D.S.1.98, etc. 2 without a Relat. expressed, Hdt.1.18,63, S.Ant.779, etc.; ἤδη τ. by that time, Hdt.2.51, 6.53; τ. ἤδη only then, Ar.Ec.789; τὸ τ. ἤδη Pl.Alc.2.150e; at that time of day, Lys.1.22; at this hour, τ. ἐχθὲς ἔπινον Men.Epit.166: c. gen., τ. τοῦ θέρους at this lime of the summer, Ar.Pax1171 (lyr.); τ. τοῦ ἔτους Luc.Herod.7. II without reference to Time, under these circumstances, in this case, τί τ. δρῶμεν; Ar.Pax 1142 (troch.), cf. Pl.Lg.792b, X.Mem.3.11.14. (From τηνίκα, as ἐνταῦθα from ἔνθα.)
German (Pape)
[Seite 1108] = τηνίκα (wie ἔνθα, ἐνθαῦτα, τηλικοῦτος, τηλικαύτη aus τηλίκος u. ä.); Her. 1, 17. 63 u. öfter; bei Att. gebräuchlicher als jenes; Soph. dem ὁπηνίκα entsprechend Phil. 463, dem ὅταν O. R. 76 El. 286; Plat. Legg. VII, 792 b; Xen. An. 4, 1, 5, oft; τηνικαῦτα τοῦ θέρους, Ar. Pax 1137; τ. τοῦ ἔτους, Luc. Herod. 7.
Greek (Liddell-Scott)
τηνῐκαῦτα: συνηθέστερος τύπος τοῦ τηνίκα, ἀποδιδόμενος εἴς τι ἀναφορικόν, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τότε, ἡνίκα..., τηνικαῦτα..., Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9· ὡσαύτως ἀνταποδιδόμενος εἰς τὸ ὁπηνίκα, Σοφ. Φιλ. 465· εἰς τὸ ὅτε ἢ ὅταν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 393, Ο. Τ. 76, κλπ.· εἰς τὸ ὁπότε, ὅκως, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 26, Ἡρόδ. 1. 17· εἰς τὸ ἐπεί, ἐπειδή, ἐπειδάν, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3., 4. 1, 5, Κύρ. 1. 2, 13· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ τ. Διόδ. 1. 98, κλπ. 2) ἄνευ ῥητῶς ἐκφερομένου ἀναφορικοῦ, Ἡρόδ. 1. 18, 63, Σοφ. Ἀντ. 775, κλπ.· ἤδη τ., ἤδη κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, Ἡρόδ. 2. 51· τ. ἤδη Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 789· τὸ τ. ἤδη Πλάτ. Ἀλκ. 2. 150Ε· ― κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς ἡμέρας, Λυσίας 93. 43· οὕτω μετὰ γεν., τ. τοῦ θέρους, κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τοῦ θέρους, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 1171· τ. τοῦ ἔτους Λουκ. Ἡρόδ. 7. ΙΙ. χωρὶς ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1142, Πλάτ. Νόμ. 792Β, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 14. (Ἐκ τοῦ τηνίκα, ὡς τὸ ἐνταῦθα ἐκ τοῦ ἔνθα).
French (Bailly abrégé)
adv.
à ce moment même, d’où :
1 à ce moment du jour;
2 en gén. à ce moment, alors ; τὸ τηνικαῦτα m. sign. ; avec un gén. : τηνικαῦτα τοῦ ἔτους LUC à cette époque de l’année;
3 en gén. alors, dans ces circonstances.
Étymologie: τηνίκα, -αυτά, cf. οὗτος.