ἀνακλίνω: Difference between revisions
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακλίνω''': ποιητ. ἀγκλ- (ἴδε [[κλίνω]]): ― [[στηρίζω]] τι ἐπί τινος, [[[τόξον]]] [[ποτὶ]] γαίῃ [[ἀγκλίνας]], πρὸς τῇ γῇ ἀνακλίνας αὐτό, Ἰλ. Δ. 113· ἀν. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ [[ἐναντίον]], ἐπὶ ναυτῶν παλαιόντων κατὰ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μηχαν. 7. 2: ― ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ παθητικῷ, [[κεῖμαι]], βυθίζομαι ἢ ἐπερείδομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὀπίσω]], [[ἀνάκειμαι]], Λατ. resupinari, ἀνακλινθεὶς πέσεν [[ὕπτιος]] Ὀδ. Ι. 371· ἐπὶ κοιμωμένων, Σ. 189· ἐπὶ ἐρετῶν, Ν. 78· περὶ ἐλέφαντος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 9: ― παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ κατακλίνομαι, ἴδε ἐν λ. [[συνανακλίνομαι]]. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι [[ἀνάντης]], [[ἀνωφερής]], ἔχων κλίσιν πρὸς τὰ ἄνω, Γεωπ. 2. 3, 1. ΙΙ. ὠθῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἀνοίγω (ἴδε [[ἀνίημι]] ΙΙ.), θύραν [[ἀγκλίνας]] Ὀδ. Χ. 156· οὕτω περὶ τῆς θύρας τοῦ Ὀλύμπου, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν [[νέφος]] ἠδ’ ἐπιθεῖναι Ἰλ. Ε. 751· καὶ περὶ τῆς θύρας τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Λ. 525· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 6· τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀν., δηλ. τὴν καταπακτήν, τὴν «κλαβανήν», Ἡρόδ. 5. 16. ΙΙΙ. [[κλίνω]] τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἑπομ. ἀνυψῶ, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. IV. διαρρηγνύω [[τεῖχος]], ἐπὶ τοῦ κριοῦ (τῆς πολιορκητικῆς μηχανῆς), Παυσ. 7. 24. 10. | |lstext='''ἀνακλίνω''': ποιητ. ἀγκλ- (ἴδε [[κλίνω]]): ― [[στηρίζω]] τι ἐπί τινος, [[[τόξον]]] [[ποτὶ]] γαίῃ [[ἀγκλίνας]], πρὸς τῇ γῇ ἀνακλίνας αὐτό, Ἰλ. Δ. 113· ἀν. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ [[ἐναντίον]], ἐπὶ ναυτῶν παλαιόντων κατὰ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μηχαν. 7. 2: ― ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ παθητικῷ, [[κεῖμαι]], βυθίζομαι ἢ ἐπερείδομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὀπίσω]], [[ἀνάκειμαι]], Λατ. resupinari, ἀνακλινθεὶς πέσεν [[ὕπτιος]] Ὀδ. Ι. 371· ἐπὶ κοιμωμένων, Σ. 189· ἐπὶ ἐρετῶν, Ν. 78· περὶ ἐλέφαντος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 9: ― παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ κατακλίνομαι, ἴδε ἐν λ. [[συνανακλίνομαι]]. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι [[ἀνάντης]], [[ἀνωφερής]], ἔχων κλίσιν πρὸς τὰ ἄνω, Γεωπ. 2. 3, 1. ΙΙ. ὠθῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἀνοίγω (ἴδε [[ἀνίημι]] ΙΙ.), θύραν [[ἀγκλίνας]] Ὀδ. Χ. 156· οὕτω περὶ τῆς θύρας τοῦ Ὀλύμπου, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν [[νέφος]] ἠδ’ ἐπιθεῖναι Ἰλ. Ε. 751· καὶ περὶ τῆς θύρας τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Λ. 525· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 6· τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀν., δηλ. τὴν καταπακτήν, τὴν «κλαβανήν», Ἡρόδ. 5. 16. ΙΙΙ. [[κλίνω]] τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἑπομ. ἀνυψῶ, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. IV. διαρρηγνύω [[τεῖχος]], ἐπὶ τοῦ κριοῦ (τῆς πολιορκητικῆς μηχανῆς), Παυσ. 7. 24. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> incliner <i>ou</i> coucher en arrière : [[τόξον]] ποτὶ γαίῃ IL poser un arc à terre en le renversant (pour y ajuster la flèche) ; <i>Pass.</i> se renverser en arrière ; être étendu <i>ou</i> couché sur le dos;<br /><b>2</b> replier sur soi-même : θύρην OD ouvrir une porte ; [[νέφος]] IL écarter un nuage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κλίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. ἀγκλ-, (v. κλίνω)
A lean one thing upon another, [τόξον] ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας having laid it on the ground, Il.4.113; Ἔρως ἀνακλίνας τοῦ τόξου τὸν πῆχυν Philostr.Im.2.1; ἀ. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ ἐναντίον, of sailors struggling against the wind, Arist.Mech. 851b13; cause to recline at table, Plb.31.4.5, Ev.Luc.12.37:—mostly in Pass., lie, sink, or lean back, recline, ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Od. 9.371; of persons asleep, 18.189; of rowers, 13.78; of the elephant, Arist.HA498a11; to be strung, of strings of lyre, Philostr.Im.1.10. 2 Pass., of ground, lie sloping upwards, Gp.2.3.1. II push or put back, and so, open, θύρην ἀγκλίνας Od.22.156; so of the door of Olympus, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι Il.5.751, cf. Call.Ap.6; τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀ., i. e. the trap-door, Hdt. 5.16. III throw the head back, and so, lift up, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγήν Pl.R.540a. IV overthrow, of earthquake, compared to batteringram, Paus.7.24.10.
German (Pape)
[Seite 192] an-, hinlegen, zurücklehnen, ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας Il. 4, 113; ποτὶ ἑρκίον αὐλῆς εἷσεν ἀνακλίνας Od. 18, 103; im pass., ἀνακλινθείς, sich anlehnend, zurücksinkend, ἀν. πέσεν ὕπτιος Od. 9, 371; vom Rudernden, der sich anslämmend zurückbiegt, 13, 78; vom Schlafenden, zurückgelehnt, 18, 189; als Ggstz von ἐπιθεῖναι, etwas Angelehntes zurücknehmen, öffnen, θύρην ἀγκλίνας Od. 22, 156; Her. 5, 16; ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι Il. 5, 751, das Gewölk zurückschieben; ebenso λόχον, von der Thür des hölzernen Pferdes, Od. 11, 525; vgl. interprett. zu Ar. Eccl. 420; Plat. αὐγὴν ἀνακλίνειν Rep. VII, 540 a, den Strahl emporleuchten lassen. Bei Pol. 31, 4 die Plätze am Tische einnehmen lassen, discumbere facio; so ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραάμ Matth. 8, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακλίνω: ποιητ. ἀγκλ- (ἴδε κλίνω): ― στηρίζω τι ἐπί τινος, [[[τόξον]]] ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας, πρὸς τῇ γῇ ἀνακλίνας αὐτό, Ἰλ. Δ. 113· ἀν. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ ἐναντίον, ἐπὶ ναυτῶν παλαιόντων κατὰ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μηχαν. 7. 2: ― ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ παθητικῷ, κεῖμαι, βυθίζομαι ἢ ἐπερείδομαι, «ἀκκουμβῶ» ὀπίσω, ἀνάκειμαι, Λατ. resupinari, ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Ὀδ. Ι. 371· ἐπὶ κοιμωμένων, Σ. 189· ἐπὶ ἐρετῶν, Ν. 78· περὶ ἐλέφαντος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 9: ― παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ κατακλίνομαι, ἴδε ἐν λ. συνανακλίνομαι. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι ἀνάντης, ἀνωφερής, ἔχων κλίσιν πρὸς τὰ ἄνω, Γεωπ. 2. 3, 1. ΙΙ. ὠθῶ πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀνοίγω (ἴδε ἀνίημι ΙΙ.), θύραν ἀγκλίνας Ὀδ. Χ. 156· οὕτω περὶ τῆς θύρας τοῦ Ὀλύμπου, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ’ ἐπιθεῖναι Ἰλ. Ε. 751· καὶ περὶ τῆς θύρας τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Λ. 525· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 6· τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀν., δηλ. τὴν καταπακτήν, τὴν «κλαβανήν», Ἡρόδ. 5. 16. ΙΙΙ. κλίνω τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὀπίσω, ἑπομ. ἀνυψῶ, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. IV. διαρρηγνύω τεῖχος, ἐπὶ τοῦ κριοῦ (τῆς πολιορκητικῆς μηχανῆς), Παυσ. 7. 24. 10.
French (Bailly abrégé)
1 incliner ou coucher en arrière : τόξον ποτὶ γαίῃ IL poser un arc à terre en le renversant (pour y ajuster la flèche) ; Pass. se renverser en arrière ; être étendu ou couché sur le dos;
2 replier sur soi-même : θύρην OD ouvrir une porte ; νέφος IL écarter un nuage.
Étymologie: ἀνά, κλίνω.