σωφρονιστύς: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_22) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωφρονιστύς''': -ύος, ἡ, = [[σωφρόνισις]], σωφρονιστύος [[ἕνεκα]], [[χάριν]] σωφρονισμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 933Ε. | |lstext='''σωφρονιστύς''': -ύος, ἡ, = [[σωφρόνισις]], σωφρονιστύος [[ἕνεκα]], [[χάριν]] σωφρονισμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 933Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύος, ἡ, Α<br />[[σωφρονισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωφρονίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κιθαρισ</i>-<i>τύς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A = σωφρονισμός, σωφρονιστύος ἕνεκα for the sake of correction, Pl.Lg.934a.
German (Pape)
[Seite 1062] ἡ, ion. statt σωφρόνισις, Plat. Legg. XI, 933 e, σωφρονιστύος ἕνεκα, um zu witzigen und zu bessern.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονιστύς: -ύος, ἡ, = σωφρόνισις, σωφρονιστύος ἕνεκα, χάριν σωφρονισμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 933Ε.
Greek Monolingual
-ύος, ἡ, Α
σωφρονισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα -τύς (πρβλ. κιθαρισ-τύς)].