εὐστροφία: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />facilité à se tourner en tous sens, flexibilité, souplesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὔστροφος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />facilité à se tourner en tous sens, flexibilité, souplesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὔστροφος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐστροφία]]) [[εύστροφος]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]] στο να στρέφεται και να κάμπτεται [[κάποιος]], [[ευκαμψία]], [[ευλυγισία]] (α. «[[εὐστροφία]] τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «[[ευστροφία]] χορεύτριας»)<br /><b>2.</b> (για πνευματικές ιδιότητες) [[ετοιμότητα]], [[οξύνοια]] («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[επιδεξιότητα]] στροφής από το ένα [[ζήτημα]] στο [[άλλο]], η [[γρηγοράδα]] στη [[σκέψη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προς]] το καλύτερο, [[βελτίωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A suppleness, versatility, ἔν τινι Chrysipp.Stoic.3.178, cf. Porph.Abst.3.23; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, LXX Pr.14.35.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστροφία: ἡ, εὐκολία εἰς τὸ στρέφεσθαι, εὐκινησία, ἐπιτηδειότης, ἔν τινι Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 18Β· εὔστρ. πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Πλούτ. 2. 510F, πρβλ. 975Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
facilité à se tourner en tous sens, flexibilité, souplesse.
Étymologie: εὔστροφος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐστροφία) εύστροφος
1. ευκολία στο να στρέφεται και να κάμπτεται κάποιος, ευκαμψία, ευλυγισία (α. «εὐστροφία τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.
β. «ευστροφία χορεύτριας»)
2. (για πνευματικές ιδιότητες) ετοιμότητα, οξύνοια («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», Πλούτ.)
νεοελλ.
η επιδεξιότητα στροφής από το ένα ζήτημα στο άλλο, η γρηγοράδα στη σκέψη
μσν.
προς το καλύτερο, βελτίωση.