ἐπίσκιος: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait ombre, qui cache, gén.;<br /><b>2</b> ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, <i>etc.) ; fig.</i> [[βίος]] [[ἐπίσκιος]] PLUT vie retirée (<i>lat.</i> vita umbratilis).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκιά]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait ombre, qui cache, gén.;<br /><b>2</b> ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, <i>etc.) ; fig.</i> [[βίος]] [[ἐπίσκιος]] PLUT vie retirée (<i>lat.</i> vita umbratilis).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκιά]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[σκιερός]], [[σκοτεινός]] («[[τόπος]]... [[ἐπίσκιος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ασχολείται με την [[πολιτική]], [[ήσυχος]] («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει [[σκιά]] («ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῑρ’ ἀντέχοντα...», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]])].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκῐος Medium diacritics: ἐπίσκιος Low diacritics: επίσκιος Capitals: ΕΠΙΣΚΙΟΣ
Transliteration A: epískios Transliteration B: episkios Transliteration C: episkios Beta Code: e)pi/skios

English (LSJ)

ον, (σκιά)

   A shaded, dark, τόπος Pl.R.432c, Arist.HA569b10; οἴκημα Plu.Mar.39; ἀκτῖνες Arat.870: metaph., βίος ἐ. a retired life, Lat. vita umbratilis, opp.a public life, Plu.2.135b.    II. Act., shading, c.gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος S.OC1650. Adv.-ίως Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 979] (σκιά), 1) beschattend, ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα κρατός Soph. O. C. 1646, d. i. die Augen verdeckend. – 2) beschattet, schattig, dunkel, τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Arist. H. A. 6, 15 u. Sp.; βίος ἐπ. καὶ σχολαστὴς καὶ ἄφιλος Plut. de sanit. tu. p. 403, ein stilles, häusliches Leben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκιος: -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, τόπος Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· οἴκημα Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., βίος ἐπίσκιος, ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, ἥσυχος, Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, μετὰ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα κρατός, ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως Πολυδ. Δ΄, 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait ombre, qui cache, gén.;
2 ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, etc.) ; fig. βίος ἐπίσκιος PLUT vie retirée (lat. vita umbratilis).
Étymologie: ἐπί, σκιά.

Greek Monolingual

ἐπίσκιος, -ον (Α)
1. σκιερός, σκοτεινόςτόπος... ἐπίσκιος», Πλάτ.)
2. αυτός που δεν ασχολείται με την πολιτική, ήσυχος («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», Πλούτ.)
3. αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει σκιά («ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῑρ’ ἀντέχοντα...», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκιος (< σκιά)].