κριθή: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής (ἡ) :<br /><b>1</b> <i>litt.</i> le grain d’orge, orge <i>d’ord. au pl.</i><br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> prépuce.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρῖ]]. | |btext=ής (ἡ) :<br /><b>1</b> <i>litt.</i> le grain d’orge, orge <i>d’ord. au pl.</i><br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> prépuce.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρῖ]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=only pl. κριθαί: [[barley]], barleycorn. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
ἡ, mostly in pl.,
A barleycorns, barley (cf. κρῖ), the meal being ἄλφιτα: πυρῶν ἢ κριθῶν Il.11.69, cf. Od.9.110, 19.112, Ar.Eq.1101; κριθᾶν μέδιμμνον IG42(1).40.7 (Epid.); τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο—τοῦτο δ' ἐστὶ τί;—κριθαί Strato Com.1.35; οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος a kind of beer, Hdt.2.77; ἐκ κριθῶν μέθυ A.Supp.953, cf.Arist.Fr.106; κριθαὶ πεφρυγμέναι, = κάχρυς, Th.6.22, cf. Moer.p.213 P.: pl., also of species of barley, Thphr. HP8.1.1: sg., PGrenf.2.29.9 (ii B. C.); κ. Ἰνδική millet, Sorghum halepense, Thphr.HP8.4.2. II pustule on the eyelid, stye, Hp. Epid.2.2.5, Gal.12.742. III barley-corn, the smallest weight, Thphr.Lap.46. IV in sg., = πόσθη, Ar.Pax965. (The connexion with Lat.hordeum, OHG.gersta is doubtful.)
German (Pape)
[Seite 1508] ἡ (nach Buttmann mit κρύος, ὀκριόεις verwandt, wie horreum mit horreo, horridus, wegen der rauhen, struppigen Gestalt), gew. im plur.; – 1) Gerste; π υροὶ καὶ κριθαί Od. 9, 110; so auch Plat. Legg. VIII, 847 e (vgl. κρῖ); οὐ πίνοντες ἐκ κριθῶν μέθυ Aesch. Suppl. 931; κριθὰς ποριῶ σοι καὶ βίον καθ' ἡμέραν Ar. Equ. 1101; οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος Her. 2, 27; vgl. Ath. 1, 34 b; κριθαὶ πεφρυγμέναι, geröstete Gerste, Thuc. 6, 22, von Moeris als hellenistisch für κάχρυς verworfener Ausdruck. – 2) Gerstenkorn, ein kleines Geschwür am Auge, Medic., vgl. ποσθία. – 3) Das kleinste Gewicht, ein Gran, Theophr. – 4) auch = πόσθη, Ar. Pax 965; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθή: ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., κόκκοι κριθῆς, «κριθάρι» (πρβλ. κρῑ), τὸ δὲ ἐκ κριθῆς ἄλευρον καλεῖται ἄλφιτα· συνεχῶς τιθεμένη παρὰ τὸν σῖτον, ὄγμον... πυρῶν ἢ κριθέων Ἰλ. Λ. 67· πυροὶ καὶ κριθαὶ Ὀδ. Ι. 110., Τ. 112, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1100, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ χωρίου τοῦ Στράτωνος ἴδε ἐν λ. οὐλοχύται· ― οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος, εἶδος ζύθου (πρβλ. κρίθινος), Ἡρόδ. 2. 77· οὕτως, ἐκ κριθῶν μέθυ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 953· βρῦτον ἐκ ἢ ἀπὸ τῶν κρ. παρ’ Ἀθην. 447Β· κριθαὶ πεφρυγμέναι = κάχρυς, Θουκ. 6. 22. πρβλ. Μοῖριν σ. 213. ΙΙ. μικρὸν ἐξάνθημα ἐπὶ τοῦ ἄκρου βλεφάρου, «κριθαράκι» Ἱππ. 1010G, Γαλην. ΙΙΙ. τὸ σμικρότατον «βάρος», «κόκκος», ὡς νῦν λέγομεν «σιτάρι», Θεοφρ. π. Λίθ. 46. IV. ἐν τῷ ἑνικ. = πόσθη, Ἀριστοφ. Εἰρ. 965· πρβλ. κόκκος. (Λατ. hord-eum, Ἀρχ. Γερμ. gerst-a, ἴδε Κουρτ. Gr. Et. ἀριθμ. 75.)
French (Bailly abrégé)
ής (ἡ) :
1 litt. le grain d’orge, orge d’ord. au pl.
2 p. anal. prépuce.
Étymologie: cf. κρῖ.
English (Autenrieth)
only pl. κριθαί: barley, barleycorn.