θάψινος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />jaune.<br />'''Étymologie:''' [[θάψος]].
|btext=η, ον :<br />jaune.<br />'''Étymologie:''' [[θάψος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θάψινος]], -η -ον (Α) [[θάψος]]<br />αυτός που έχει κίτρινο [[χρώμα]], [[κίτρινος]], [[ωχρός]] («[[θάψινος]] [[γυνή]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάψος]], αρχ. [[ονομασία]] φυτού από το [[ξύλο]] του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη [[βαφή]]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάψῐνος Medium diacritics: θάψινος Low diacritics: θάψινος Capitals: ΘΑΨΙΝΟΣ
Transliteration A: thápsinos Transliteration B: thapsinos Transliteration C: thapsinos Beta Code: qa/yinos

English (LSJ)

η, ον,

   A yellow-coloured, yellow, sallow, γυνή Ar.V.1413; κρόκη IG12.330.17; χρῶμα Plu.Phoc.28; χιτών Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1189] gelb gefärbt; χιτών Ath. III, 198 f; Plut. Phoc. 28; übertr., blaß, γυνή Ar. Vesp. 1413.

Greek (Liddell-Scott)

θάψῐνος: -η, -ον, κιτρίνου χρώματος, κίτρινος, ὠχρός, γυνὴ Ἀριστοφ. Σφ. 1413˙ χρῶμα Πλούτ. Φωκ. 28˙ χιτὼν Ἀθήν. 198F, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
jaune.
Étymologie: θάψος.

Greek Monolingual

θάψινος, -η -ον (Α) θάψος
αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κίτρινος, ωχρόςθάψινος γυνή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάψος, αρχ. ονομασία φυτού από το ξύλο του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη βαφή].