εὐάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux ; [[πρός]] [[τι]], τινι qui se plie <i>ou</i> se prête facilement à qch;<br /><i>Cp.</i> εὐαρμοστότερος, <i>Sp.</i> εὐαρμοστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἁρμόττω]].
|btext=ος, ον :<br />bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux ; [[πρός]] [[τι]], τινι qui se plie <i>ou</i> se prête facilement à qch;<br /><i>Cp.</i> εὐαρμοστότερος, <i>Sp.</i> εὐαρμοστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἁρμόττω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐάρμοστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο [[αρμονικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον [[άλλο]], ταιριασμένος («ευάρμοστο [[ζεύγος]] νεονύμφων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμμορφώνεται εύκολα σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αρμόδιος]], [[επιτήδειος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐάρμοστον</i><br />η [[ευαρμοστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαρμόστως</i> και <i>ευάρμοστα</i> (ΑΜ εὐαρμόστως)<br />με καλή, τέλεια [[αρμογή]], αρμονικά, ταιριασμένα<br /><b>μσν.</b><br />επιτήδεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αρμοστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αρμόζω]])].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάρμοστος Medium diacritics: εὐάρμοστος Low diacritics: ευάρμοστος Capitals: ΕΥΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: euármostos Transliteration B: euarmostos Transliteration C: evarmostos Beta Code: eu)a/rmostos

English (LSJ)

ον, (ἁρμόζω)

   A well-joined, harmonious, κάλαμοι E.El.702 (lyr.); μέλος, ὄνομα, Pl.Lg.655a, Cra.405a.    II of men, well-tempered, Hp.Epid. 2.6.1; accommodating, harmonious, πρὸς ἅπαντα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς εὐ. ἔχειν Isoc.12.32; εὐ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχων Pl.R.413e: Comp. and Sup., Id.Prt.326b, R.412a; τὸ εὐ., = εὐαρμοστία, Ph.1.5. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι Isoc.11.12, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.135; ἀπηκριβῶσθαι Ph.1.33.

German (Pape)

[Seite 1057] gut gefügt, κάλαμοι Eur. El. 702; schön componirt, Arist. Eth. eudem. 3, 2; wohl passend, sich gut fügend, schickend, ὄνομα, μέλος, σχῆμα, Plat. Crat. 405 a Legg. II, 655 a; ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν, sich in Alles schicken, Rep. III, 413 e; πρός τι, Isocr. 12, 32; Pol. 21, 5, 5 u. Sp. – Adv., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι, Isocr. 11, 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάρμοστος: -ον, (ἁρμόζω) καλῶς ἡρμοσμένος, ἁρμονικός, κάλαμοι Εὐρ. Ἠλ. 702· μέλος, ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 655Α, Κρατ. 405Α. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ καλῶς συμμορφούμενος εἴς τι, ἁρμόδιος, ἐπιτήδειος, πρὸς ἅπαντα Ἰσοκρ. 239C· εὐάρμ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Πλάτ. Πολ. 413Ε· - Συγκριτ. καὶ Ὑπερθετ. Πλάτ. Πρωτ. 326Β, Πολ. 412Α· τὸ εὐάρμ. = εὐαρμοστία, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 223Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux ; πρός τι, τινι qui se plie ou se prête facilement à qch;
Cp. εὐαρμοστότερος, Sp. εὐαρμοστότατος.
Étymologie: εὖ, ἁρμόττω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐάρμοστος, -ον)
1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός
2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων»)
αρχ.
1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα σε κάτι
2. αρμόδιος, επιτήδειος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐάρμοστον
η ευαρμοστία.
επίρρ...
ευαρμόστως και ευάρμοστα (ΑΜ εὐαρμόστως)
με καλή, τέλεια αρμογή, αρμονικά, ταιριασμένα
μσν.
επιτήδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρμοστός (< αρμόζω)].