κοιταῖος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> qui concerne le temps du coucher;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> qui concerne le temps du coucher;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
}}
{{grml
|mltxt=κοιταῑος, -αία, -ον (AM) [[κοίτη]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κοιταῑον</i><br />(για θηρία) [[κοίτη]], [[φωλιά]] άγριων ζώων, [[κρύπτη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κοιταῑος [[γίγνομαι]]»<br />i) [[διανυκτερεύω]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]], [[ξενυχτώ]] φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ [[χώρα]] κοιταῑον [[γίγνεσθαι]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />ii) [[φθάνω]] [[κατά]] την ώρα του ύπνου ή, [[κατά]] δ. ερμ., [[κατασκηνώνω]], [[στρατοπεδεύω]]<br />β) «τὰ κοιταῑα [[ἐπισπένδω]]» — [[πίνω]] το τελευταίο [[ποτήρι]] [[πριν]] κοιμηθώ.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιταῖος Medium diacritics: κοιταῖος Low diacritics: κοιταίος Capitals: ΚΟΙΤΑΙΟΣ
Transliteration A: koitaîos Transliteration B: koitaios Transliteration C: koitaios Beta Code: koitai=os

English (LSJ)

α, ον, κοίτη)

   A abed, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ to pass the night in the country, Decr. ap. D.18.37; but τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κ. encamp, Plb.3.61.10; κ. ἔρχεσθαι Id.Fr.177.    II Subst., τὸκ., = κοίτη 1.2, lair of a wild beast, Plu.TG9.    2 τὰκ. ἐπισπένδειν take a last cup, 'night-cap', Hld.3.4.

German (Pape)

[Seite 1470] im Bette liegend, gelagert, schlafend; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἄστει, auf dem Lande, in der Stadt übernachtend, Dem. 18, 37, im Psephisma; τάξας ἡμέραν ἐν ᾑ δεήσει ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους Pol. 3, 61, 10; nach Suid. zur Schlafenszeit ankommend; τὰ κοιταῖα τοῖς νυχίοις θεοῖς ἐπισπείσαντες, den Schlaftrunk nehmen u. damit die Libation verrichten, Heliod. 3, 4; – τὸ κοιταῖον, das Lager der Thiere, Plut. Tib. Graech. 9.

Greek (Liddell-Scott)

κοιταῖος: -α, -ον, (κοίτη) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = κοίτη, ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον ποτήριον, τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 adj. qui concerne le temps du coucher;
2 subst. τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.
Étymologie: κοίτη.

Greek Monolingual

κοιταῑος, -αία, -ον (AM) κοίτη
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον
(για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη
αρχ.
1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι
2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι»
i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ χώρα κοιταῑον γίγνεσθαι», Δημοσθ.)
ii) φθάνω κατά την ώρα του ύπνου ή, κατά δ. ερμ., κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω
β) «τὰ κοιταῑα ἐπισπένδω» — πίνω το τελευταίο ποτήρι πριν κοιμηθώ.