ῥιψοκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se jette au milieu du danger, aventureux, téméraire.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]], [[κίνδυνος]].
|btext=ος, ον :<br />qui se jette au milieu du danger, aventureux, téméraire.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίπτω]], [[κίνδυνος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιψοκίνδυνος]] -ον ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, [[παράτολμος]] (α. «[[ῥιψοκίνδυνος]]<br />[[παράβολος]], [[τολμηρός]], [[ἐπικίνδυνος]]», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει [[περιφρόνηση]] του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]]» β. «[[ῥιψοκίνδυνος]] [[ναυτιλία]]», Αλκίφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριψοκίνδυνο</i> και <i>τὸ ριψοκίνδυνον</i><br />η [[περιφρόνηση]] του κινδύνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ριψοκίνδυνα</i> / <i>ῥιψοκινδύνως</i>, ΝΜΑ<br />με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />βιαστικά, απρόσεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-[[κίνδυνος]], <i>φιλο</i>-[[κίνδυνος]])].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιψοκίνδῡνος Medium diacritics: ῥιψοκίνδυνος Low diacritics: ριψοκίνδυνος Capitals: ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: rhipsokíndynos Transliteration B: rhipsokindynos Transliteration C: ripsokindynos Beta Code: r(iyoki/ndunos

English (LSJ)

ον,

   A fool-hardy, reckless, ἔργον X.Mem.1.3.9; ναυτιλία Alciphr.1.3; of persons, Id.3.52, Poll.1.179; τὸ ῥ. Ph.1.326, App.BC5.84. Adv. -νως ib.1.103, POxy.2131.16 (iii A.D., ῥειψ-).

German (Pape)

[Seite 846] sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιψοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἄνευ ἀνάγκης διακινδυνῶν, παράτολμος, ἀπερίσκεπτος, ἐπικίνδυνος, ἔργον Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· ναυτιλία Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν ῥιψοκίνδυνος ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, Πολυδ. Α΄ , 179· τὸ ῥ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 84· - πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 103. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥιψοκίνδυνος· παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se jette au milieu du danger, aventureux, téméraire.
Étymologie: ῥίπτω, κίνδυνος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥιψοκίνδυνος -ον ΝΜΑ
1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος
παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ.
β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.)
2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει περιφρόνηση του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη ενέργεια» β. «ῥιψοκίνδυνος ναυτιλία», Αλκίφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ριψοκίνδυνο και τὸ ριψοκίνδυνον
η περιφρόνηση του κινδύνου.
επίρρ...
ριψοκίνδυνα / ῥιψοκινδύνως, ΝΜΑ
με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα
μσν.-αρχ.
βιαστικά, απρόσεκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (με θεματικό φωνήεν -ο-) < ῥίπτω + κίνδυνος (πρβλ. μεγαλο-κίνδυνος, φιλο-κίνδυνος)].