πολύφθογγος: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />au son vibrant <i>ou</i> qui rend beaucoup de son.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φθόγγος]]. | |btext=ος, ον :<br />au son vibrant <i>ou</i> qui rend beaucoup de son.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φθόγγος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφθογγος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, [[πολύηχος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εύγλωττος]] και [[πειστικός]] («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φθογγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθέγγομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>φθογγος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of many notes, ψαλτήρια Plu.2.827a, cf. 973c, Ael.NA5.51.
German (Pape)
[Seite 676] von od. mit vielen Tönen; Plut. de monarch. 4; αὐλός, Pall., u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφθογγος: -ον, ὁ πολλοὺς φθόγγους ἐκπέμπων, Πλούτ. 2. 827Α, 973C, Αἰλ. π. Ζ. 5. 51.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au son vibrant ou qui rend beaucoup de son.
Étymologie: πολύς, φθόγγος.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφθογγος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει, εκπέμπει ή αναδίδει πολλούς ήχους, πολύηχος
2. (για πρόσ.) εύγλωττος και πειστικός («ῥήτορας πολυφθόγγους», Ακάθ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ-φθογγος].