ὑπέγγυος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui donne <i>ou</i> a donné caution, <i>d’où</i><br /><b>1</b> responsable : τινι envers qqn, <i>càd</i> dépendant de qqn, soumis à qqn;<br /><b>2</b> sur qui l’on a un droit : πλὴν θανάτου HDT sur qui l’on a tous les droits, sauf le droit de vie et de mort.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐγγύη]].
|btext=ος, ον :<br />qui donne <i>ou</i> a donné caution, <i>d’où</i><br /><b>1</b> responsable : τινι envers qqn, <i>càd</i> dépendant de qqn, soumis à qqn;<br /><b>2</b> sur qui l’on a un droit : πλὴν θανάτου HDT sur qui l’on a tous les droits, sauf le droit de vie et de mort.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐγγύη]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[ὑπέγγυος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δίνει [[εγγύηση]], [[εγγυητής]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπόλογος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που παρέχεται ως [[εγγύηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπέγγυοι πρόσοδοι» — πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το [[κράτος]] ως [[εγγύηση]] για την [[επίτευξη]] εξωτερικού δανεισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε [[ποινή]] («ὑπεγγύους πλὴν θανάτου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[νόμιμος]] («[[γάμος]] [[ὑπέγγυος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> υποθηκευμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπεγγύως</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υπέγγυο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εγγυος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐγγύη]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>έγγνος</i>, <i>μετ</i>-[[έγγυος]]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέγγῠος Medium diacritics: ὑπέγγυος Low diacritics: υπέγγυος Capitals: ΥΠΕΓΓΥΟΣ
Transliteration A: hypéngyos Transliteration B: hypengyos Transliteration C: ypeggyos Beta Code: u(pe/gguos

English (LSJ)

ον,

   A under surety:    I of persons, having given surety, liable to be called to account or punished, A.Ch.38 (lyr.); ὑ. πλὴν θανάτου liable to any punishment short of death, Hdt.5.71: c. dat., γὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν liability to human and divine justice, E.Hec.1027 (lyr.).    2 of things, legitimate, γάμος ὑ., opp. ἀνέγγυος, Poll.3.34.    II pledged, hypothecated, BGU1792.7 (i B. C.), POxy.507.31 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1184] unter Bürgschaft, verbürgt, verpfändet; auch κριταί τε τῶνδ' ὀνειράτων θεόθεν ἔλακον ὑπέγγυοι, nachdem sie bei den Göttern sich verbürgt oder die Götter zu Zeugen angerufen hatten, Aesch. Ch. 38; – einer Strafe ausgesetzt, unterworfen, ὑπεγγύους πλὴν θανάτου, allen Strafen außer dem Tode unterworfen, Her. 5, 71; δίκᾳ καὶ θεοῖς Eur. Hec. 1029.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέγγυος: -ον, ὁ ὑπὸ ἐγγύην: 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ γενόμενος ἐγγυητής, δοὺς ἐγγύησιν, ὅθεν ὑπεύθυνος, ὑπόλογος, ὑποκείμενος εἰς ποινήν, Αἰσχύλ. 38· ὑπ. πλὴν θανάτου, ὑποκείμενος ὡς ἐγγυητὴς εἰς οἱανδήποτε τιμωρίαν ἐκτὸς τοῦ θανάτου, Ἡρόδ. 5. 71· μετά δοτ., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν, τὸ ὑπεύθυνον εἴς τε τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην δικαιοσύνην, Εὐρ. Ἐκ. 1029. 2) ἐπὶ πραγμάτων, νόμιμος, γάμος ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνέγγυος, Πολυδ. Γ΄, 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne ou a donné caution, d’où
1 responsable : τινι envers qqn, càd dépendant de qqn, soumis à qqn;
2 sur qui l’on a un droit : πλὴν θανάτου HDT sur qui l’on a tous les droits, sauf le droit de vie et de mort.
Étymologie: ὑπό, ἐγγύη.

Greek Monolingual

-ο / ὑπέγγυος, -ον, ΝΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που δίνει εγγύηση, εγγυητής
2. (κατ' επέκτ.) υπόλογος, υπεύθυνος
νεοελλ.
1. (για πράγμ.) αυτός που παρέχεται ως εγγύηση
2. φρ. «υπέγγυοι πρόσοδοι» — πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το κράτος ως εγγύηση για την επίτευξη εξωτερικού δανεισμού
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε ποινή («ὑπεγγύους πλὴν θανάτου», Ηρόδ.)
2. (για πράγμ.) νόμιμοςγάμος ὑπέγγυος», Πολυδ.)
3. υποθηκευμένος.
επίρρ...
υπεγγύως Ν
κατά τρόπο υπέγγυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. αν-έγγνος, μετ-έγγυος].