οἰακίζω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=gouverner, diriger.<br />'''Étymologie:''' [[οἴαξ]]. | |btext=gouverner, diriger.<br />'''Étymologie:''' [[οἴαξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[οἰακίζω]], ιων. τ. [[οἰηκίζω]])<br /><b>1.</b> [[στρέφω]], [[χειρίζομαι]] τον οίακα του πλοίου, [[πηδαλιουχώ]] («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]] [[κατεύθυνση]], [[κυβερνώ]], [[καθοδηγώ]] (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθύνω]], [[κινώ]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>οἰακίζομαι</i><br />(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ [[ῥαβδίον]] οἰακίζεσθαι» <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]]-, -<i>ᾱκος</i> / [[οἴηξ]], -<i>ηκος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. οἰηκ-,
A steer: hence, govern, guide, manage, τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Hdt.1.171 ; [ἵππους] οἰ. guide them (when swimming), Plb.3.43.4, etc. :—Pass., of horses, ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι Str.17.3.7 ; of the seasons, Gal.9.914. 2 metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός Heraclit.64 ; τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Arist.EN1172a21 :—Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος D.S.18.59.
Greek (Liddell-Scott)
οἰᾱκίζω: Ἰων. οἰηκ-, στρέφω τὸν οἴακα, κυβερνῶ καὶ ἑπομένως ὁδηγῶ, διευθύνω, κινῶ, πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ μέρος, τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] Ἡρόδ. 1. 171· ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος Πολύβ. 3. 43, 4, κτλ.· - Παθ., ἐπὶ ἵππων, ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι Στράβ. 828. 2) μεταφ., τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 1, 1. - Παθ., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος Διόδ. 18. 59.
French (Bailly abrégé)
gouverner, diriger.
Étymologie: οἴαξ.
Greek Monolingual
(Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω)
1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα του πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.)
2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», Αριστοτ.
β. «ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», Διόδ.)
αρχ.
1. κατευθύνω, κινώ
2. (το παθ.) οἰακίζομαι
(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ ῥαβδίον οἰακίζεσθαι» Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ-, -ᾱκος / οἴηξ, -ηκος].