κραταιός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />fort, robuste, puissant.<br />'''Étymologie:''' [[κράτος]].
|btext=ά, όν :<br />fort, robuste, puissant.<br />'''Étymologie:''' [[κράτος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[powerful]], [[mighty]]; [[Μοῖρα]], [[θήρ]] ([[lion]]), Il. 11.119.
}}
}}

Revision as of 15:32, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιός Medium diacritics: κραταιός Low diacritics: κραταιός Capitals: ΚΡΑΤΑΙΟΣ
Transliteration A: krataiós Transliteration B: krataios Transliteration C: krataios Beta Code: krataio/s

English (LSJ)

ά, όν, poet. form of κρατερός,

   A strong, mighty, μοῖρα κραταιή Il.16.334, etc.; of men, Od.15.242, 18.382, Pi.N.4.25, B.17.18; of a lion, κραταιοῦ θηρὸς ὑφ' ὁρμῆς Il.11.119; ἔγχος Pi.P.6.34; κ. ἔπος word of power, ib.2.81; σθένος κ. A.Pr.428 (lyr.); κ. μετὰ χερσίν S.Ph.1110 (lyr.); κραταιᾶς χειρός E. HF964; κραταιῷ . . βραχίονι Trag.Adesp.416; ἔχει χεῖρα κραταιάν Cratin.Jun.8.4 (hex.); χεῖρα κραταιοτέρην AP11.324 (Autom.); fierce, κ. καύματος ὥρᾳ Poet. ap. Callistr. ap.Ath.3.125c: freq. in later Prose, κ. λίθος hard stone, Ph.Bel.80.22, Supp.Epigr.2.829 (Damascus, iii A. D.); ἐν χειρὶ κ. with a mighty hand, LXX Ex.13.3, al.; κ. ἀγών Plb.2.69.8; τόξα κ. Plu.Crass.24; ἐπὶ τὸ κ. Luc.Anach.28: Comp., Ph.1.14: Sup., Id.2.383; esp. in magical and mystical writings, ἐν φωτὶ κ. καὶ ἀφθάρτῳ PMag.Lond. 121.563; θεοὶ κ. ib.422; οἱ κ. the Mighty Ones, lamb.Myst.8.4, Dam. Pr.351: Astrol., κ. ἡγεμόνες, divinities presiding over certain periods of the month, Porph. ap. Eus.PE3.4; ἀστέρες, ζῴδιον, Cat.Cod.Astr. 8(4).227; also ὁ κ. [μηνὸς Φαρμοῦθι] POxy.465 i 12 (ii A. D.): c. gen., ruling over, ὦ τῶν πάντων ζώντων τε καὶ τεθνηκότων κραταιοί PMag. Leid.V. 7.8; ὁ μέγιστος κ. θεὸς Σοκνοπαῖος Wilcken Chr.122.1 (i A. D.). Adv. -ῶς LXX Jd.8.1, Ph.1.276, Pap.in Arch.f.Religionswiss.18.259 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

κραταιός: -ά, -όν, ποιητ. τύπος τοῦ κρατερός, ἰσχυρός, δυνατός, Μοῖρα κραταιὴ Ἰλ. Π. 334, κτλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 242., Σ. 382, Πινδ. Ν. 4. 40· ἐπὶ λέοντος, κραταιοῦ θηρὸς ὑφ’ ὁρμῇ Ἰλ. Λ. 119· ἔγχος Πινδ. Π. 6. 34· κρ. ἔπος, ἰσχυρός, τολμηρὸς λόγος, αὐτόθι Β. 147. σθένος κρ. Αἰσχύλ. Πρ. 429 (Λυρ.)· κρ. μετὰ χερσὶν Σοφ. Φιλ. 1110 (Λυρ.)· κραταιᾶς χειρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 964 (ἐν ἰάμβ.)· κραταιῷ… βραχίονι ἐν ἰαμβ. τριμ. παρὰ Πλουτ. 2. 976C· ἔχει χεῖρα κραταιὰν Κρατῖν. ὁ νεώτερ. ἐν «Τιτᾶσι» 1 (ἐν ἑξαμ.)· χεῖρα κραταιοτέραν Ἀνθ. Π. 11. 324· ― ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κρ. καῦμα Καλλίστρ. παρ’ Ἀθην. 125C, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐπὶ τὸ κραταιόγονον Λουκ. Ἀνάχ. 28. Ἐπίρρ. -ῶς, Ἑβδ. (Ἰουδ. Θ΄, 1), Φίλων 1. 276. (Ἐκ τοῦ τύπου τούτου παράγονται ἱκανὰ ποιητ. σύνθετα, κραταίβολος, κραταιγύαλος, κραταίπους· καὶ ἔν τισιν αὐτῶν ἀναφαίνεται ἡ σημασία τοῦ τραχέος, κραταίλεως, κραταίπεδος, κραταίρινος, ἴδε κράτος ἐν τέλ.)

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, robuste, puissant.
Étymologie: κράτος.

English (Autenrieth)

powerful, mighty; Μοῖρα, θήρ (lion), Il. 11.119.