κόθουρος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(Bailly1_3)
(21)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à queue écourtée (<i>ép. du faux bourdon</i>).<br />'''Étymologie:''' κοθώ, cf. κορθώ, <i>skr.</i> krdhú- « écourté », et [[οὐρά]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[κόλουρος]].
|btext=ος, ον :<br />à queue écourtée (<i>ép. du faux bourdon</i>).<br />'''Étymologie:''' κοθώ, cf. κορθώ, <i>skr.</i> krdhú- « écourté », et [[οὐρά]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[κόλουρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κόθουρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κομμένη [[ουρά]], [[κολοβός]]<br /><b>2.</b> (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει [[κεντρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[κοθώ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]) [[κατά]] το <i>κόλ</i>-<i>ουρος</i>. Το α' συνθετικό [[κοθώ]] [[είναι]] [[γλώσσα]] του Ησυχίου, ερμηνεύεται ως [[βλάβη]] και [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>κόθ</i>-<i>ουρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κόρθ</i>-<i>ουρος</i> με α' συνθετικό τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κορθώ]]<br />[[βλάβη]]. Στην [[περίπτωση]] αυτή, το [[κοθώ]] θα θεωρηθεί υποχωρητ. σχηματισμένο από το <i>κόθ</i>- του <i>κόθ</i>-<i>ουρος</i> [[κατά]] το <i>κοθρώ</i>. Το τελευταίο πιθ. να συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>krdhu</i>- «[[κολοβός]], ακρωτηριασμένος» ή με το [[κορθύω]] «[[ανυψώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κόθουρος: -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, κολοβός, ἄνευ οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων κέντρον Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. κόλουρος. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, ὥστελέξις φαίνεται σύνθετος ἐκ τῶν κοθώ, οὐρά.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue écourtée (ép. du faux bourdon).
Étymologie: κοθώ, cf. κορθώ, skr. krdhú- « écourté », et οὐρά.
Par. κόλουρος.

Greek Monolingual

κόθουρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός
2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + -ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ-ουρος. Το α' συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα του Ησυχίου, ερμηνεύεται ως βλάβη και είναι άγνωστης ετυμολ. Κατ' άλλη άποψη, κόθ-ουρος < κόρθ-ουρος με α' συνθετικό τη γλώσσα του Ησυχίου κορθώ
βλάβη. Στην περίπτωση αυτή, το κοθώ θα θεωρηθεί υποχωρητ. σχηματισμένο από το κόθ- του κόθ-ουρος κατά το κοθρώ. Το τελευταίο πιθ. να συνδέεται με το αρχ. ινδ. krdhu- «κολοβός, ακρωτηριασμένος» ή με το κορθύω «ανυψώνω»].