μογερός: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>I. 1</b> pénible, fâcheux, triste;<br /><b>2</b> malheureux, misérable;<br /><b>II.</b> qui est une cause de peine.<br />'''Étymologie:''' [[μόγος]].
|btext=ά, όν :<br /><b>I. 1</b> pénible, fâcheux, triste;<br /><b>2</b> malheureux, misérable;<br /><b>II.</b> qui est une cause de peine.<br />'''Étymologie:''' [[μόγος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μογερός]], -όν, θηλ. και -ά (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[ταλαίπωρος]], δυστυχισμένος<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[κοπιαστικός]], [[λυπηρός]], [[βαρύς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μογερῶς</i> (Α)<br />με μογερό τρόπο, κοπιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόγος]] «[[πόνος]], [[ταλαιπωρία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φθόνος]]: [[φθονερός]])].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μογερός Medium diacritics: μογερός Low diacritics: μογερός Capitals: ΜΟΓΕΡΟΣ
Transliteration A: mogerós Transliteration B: mogeros Transliteration C: mogeros Beta Code: mogero/s

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν Nic.Al.419 (

   A v.l. for σμυγερός): poet. Adj. used by Trag. in anap. and lyr. (μόγος, cf. σμογερός):    I of persons, toiling, distressed, wretched, A.Pr.565, Th.827, E.Tr.783, 790, Ar.Ach. 1207; so μ. οἶκοι S.El.93. Adv. -ρῶς Man.1.146.    II of things, toilsome, grievous, κάματοι v.l. in AP7.508 (Emp. or Simon.); ἄχεα E.Med.205; ἀκουαί ear trouble, Marc.Sid.86.

German (Pape)

[Seite 196] mühvoll, mühselig; Tragg. oft, mit δυσδαίμων vrbdn, Aesch. Spt. 809 u. sonst, wie Eur., von Menschen; auch Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά, Aesch. Spt. 975; στυγεραὶ εὐναὶ μογερῶν οἴκων, Soph. El. 93; ἄχεα μογερά, Eur. Med. 205; bei Ar. Ach. 1168 dem στυγερός entsprechend; sp. D., wie Maneth. 4, 146, u. öfter in der Anth., σαγηνοβόλοι, Agath. 28 (VI, 167); vgl. Archi. 17 (X, 8).

Greek (Liddell-Scott)

μογερός: -ά, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Νικ. Ἀλεξιφ. 419· ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. σμυγερός), Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ κοπιῶν, ὁ τεθλιμμένος, ἄθλιος, δυστυχής, Αἰσχύλ. Πρ. 565, Θήβ. 827, Εὐρ. Τρῳ. 778, 785, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1207· οὕτω, μ. οἶκοι Σοφ. Ἠλ. 93. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Μανέθων 1. 146. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, θλιβερός, βαρύς, ἄχεα Εὐρ. Μήδ. 205.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. 1 pénible, fâcheux, triste;
2 malheureux, misérable;
II. qui est une cause de peine.
Étymologie: μόγος.

Greek Monolingual

μογερός, -όν, θηλ. και -ά (Α)
1. (για πρόσωπα) ταλαίπωρος, δυστυχισμένος
2. (για πράγματα) κοπιαστικός, λυπηρός, βαρύς.
επίρρ...
μογερῶς (Α)
με μογερό τρόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθόνος: φθονερός)].