ὀφιόπους: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ὀφιόποδος<br />aux pieds en forme de serpent.<br />'''Étymologie:''' [[ὄφις]], [[πούς]].
|btext=ὀφιόποδος<br />aux pieds en forme de serpent.<br />'''Étymologie:''' [[ὄφις]], [[πούς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀφιόπους]], -οδος, ὁ, ἡ (Α)<br />(για γυναικόμορφο [[φάντασμα]]) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που [[αντί]] για πόδια έχει φίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πους]]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐόπους Medium diacritics: ὀφιόπους Low diacritics: οφιόπους Capitals: ΟΦΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: ophiópous Transliteration B: ophiopous Transliteration C: ofiopous Beta Code: o)fio/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A with serpents for legs, Luc.Philops.22, Suid.

German (Pape)

[Seite 426] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιόπους: -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφιόπους γυνή, ἕρπουσα».

French (Bailly abrégé)

ὀφιόποδος
aux pieds en forme de serpent.
Étymologie: ὄφις, πούς.

Greek Monolingual

ὀφιόπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
(για γυναικόμορφο φάντασμα) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που αντί για πόδια έχει φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πους].