παρακαθίστημι: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> παρακαταστήσω, <i>ao.</i> παρακατέστησα, <i>etc.</i><br />établir auprès, placer à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίστημι]]. | |btext=<i>f.</i> παρακαταστήσω, <i>ao.</i> παρακατέστησα, <i>etc.</i><br />établir auprès, placer à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίστημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και παρακαθιστάνω Α<br />[[τοποθετώ]], [[διορίζω]], [[εγκαθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[άλλο]] («παρακατέστησεν αὐτῷ ἐπίτροπον», <b>Διόδ.</b> Σικ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καθίστημι]] «[[θέτω]], [[τοποθετώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
also παρακαθ-ιστάνω, J.AJ14.15.7:—
A set down beside, station or establish beside, στρατιώτας ὥσπερ ἐπόπτας π. D.4.25; πολιτείας ἐναντίας π. Isoc. 4.104, cf. IG12.46.9; π. ἐπίτροπόν τινι D.S.16.38, cf. PCair.Zen.199.7 (iii B. C.), PRev.Laws54.15 (iii B. C.):—Pass., παρακαθεσταμένος τινί being made his colleague, D.S.16.47.
German (Pape)
[Seite 481] (s. ἵστημι), daneben, an der Seite hinstellen, einsetzen; πολιτείας ἐναντίας, Isocr. 4, 104; παρακατέστησε φυλακήν, Plut. Fab. Max. 7; ἐπίτροπόν τινι, D. Sic. 16, 38; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθίστημι: μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. ὡσαύτως -καθιστάνω Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, καθίστημι πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. 5· πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38.
French (Bailly abrégé)
f. παρακαταστήσω, ao. παρακατέστησα, etc.
établir auprès, placer à côté.
Étymologie: παρά, καθίστημι.
Greek Monolingual
και παρακαθιστάνω Α
τοποθετώ, διορίζω, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο («παρακατέστησεν αὐτῷ ἐπίτροπον», Διόδ. Σικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίστημι «θέτω, τοποθετώ»].