τυρεύω: Difference between revisions
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=remuer, brouiller, agiter pêle-mêle comme du lait caillé ; <i>fig.</i> machiner, comploter : τινί [[τι]] qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]]. | |btext=remuer, brouiller, agiter pêle-mêle comme du lait caillé ; <i>fig.</i> machiner, comploter : τινί [[τι]] qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[τυρός]]<br /><b>μτφ.</b> (με κακή σημ.) [[επινοώ]] τεχνάσματα, [[μηχανεύομαι]] (α. «φατριάζοντας ἢ κατασκευὰς τυρεύοντας ἐπισκόπους», Θεοδώρ.<br />β. «κακὸν ἐμοὶ μέγα τυρεύων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(με απρμφ.) <b>μτφ.</b> [[ραδιουργώ]] αποσκοπώντας σε [[κάτι]] («εἰ ἄμυναν ἐκεῑνος μελετᾱ καὶ τίσασται τυρεύει καὶ κακὸν ἀνταποδοῡναι κακοῡ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]], [[πήζω]] [[τυρί]] («τυρεύεται τὸ [[γάλα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]] («τυρεύειν<br />κυκᾱν, και ταράττειν», <b>Ησύχ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
(τυρός)
A like τυρόω, make cheese, make into cheese, Com.Adesp.1173:—Pass., τυρεύεται τὸ γάλα Arist.HA522b2: impers., τυρεύεται cheese is made, ib.521b30. II metaph. (cf. τυρόω 1.2), mix up cunningly, contrive by trickery and intrigue, κακόν τινι τ. Luc.Asin.31, cf. Nic.Dam.136.6J., Adam.1.3,17: abs., concoct mischief, D.19.295:—Pass., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλή Ph. 2.66.
German (Pape)
[Seite 1164] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρεύω: μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ τυρόω, πηγνύω τὸ γάλα καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. τυρέω. - Παθ., τυρεύεται τὸ γάλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται αὐτόθι 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς μετὰ τυροῦ, κατασκευάζω μᾶζαν ἢ μῖγμα ἔκ τινος, συγχέω, συνταράττω, ὡς τὸ τυρβάζω, καὶ κυκάω, Δημ. 436. 5· πρβλ. τυρόω Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω μετὰ δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66.
French (Bailly abrégé)
remuer, brouiller, agiter pêle-mêle comme du lait caillé ; fig. machiner, comploter : τινί τι qch contre qqn.
Étymologie: τυρός.
Greek Monolingual
ΜΑ τυρός
μτφ. (με κακή σημ.) επινοώ τεχνάσματα, μηχανεύομαι (α. «φατριάζοντας ἢ κατασκευὰς τυρεύοντας ἐπισκόπους», Θεοδώρ.
β. «κακὸν ἐμοὶ μέγα τυρεύων», Λουκιαν.)
μσν.
(με απρμφ.) μτφ. ραδιουργώ αποσκοπώντας σε κάτι («εἰ ἄμυναν ἐκεῑνος μελετᾱ καὶ τίσασται τυρεύει καὶ κακὸν ἀνταποδοῡναι κακοῡ», Ευστ.)
αρχ.
1. παρασκευάζω, πήζω τυρί («τυρεύεται τὸ γάλα», Αριστοτ.)
2. (κυριολ. και μτφ.) αναμιγνύω, ανακατεύω («τυρεύειν
κυκᾱν, και ταράττειν», Ησύχ.).