φαυλότης: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvais état d’une chose (d’un vêtement, d’aliments, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig. ou au sens mor.</i> sottise, stupidité ; <i>en b. part</i> simplicité.<br />'''Étymologie:''' [[φαῦλος]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvais état d’une chose (d’un vêtement, d’aliments, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig. ou au sens mor.</i> sottise, stupidité ; <i>en b. part</i> simplicité.<br />'''Étymologie:''' [[φαῦλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φαυλότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μηδαμινότητα]], [[ευτέλεια]], [[πενιχρότητα]], [[κακία]], λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ [[φαυλότης]] [[τῶν]] στρατηγῶν, [[έλλειψη]] στρατηγικής δεξιότητας, σε Δημ.· [[έλλειψη]] κρίσης, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[σαφήνεια]], [[απλότητα]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A meanness, poorness, badness, of persons and things, Pl.Lg.646b, Isoc.4.146 (pl.); τῆς στολῆς X.Cyr.2.4.5; τῶν βρωμάτων ib.5.2.16; φ. χώρας, opp. ἀρετή, poorness of soil, Pl.Lg. 745d; opp. ἐπιείκεια, Arist.EN1175b25; φ. μοναρχίας ἡ τυραννίς ib. 1160b10: in pl., states of bad health, Dsc.2.49. 2 want of accomplishments or skill, Hp.Art.77 (v.l. for φλαυρότης), E.Fr.641; στρατηγῶνφ. D.18.303; ἡ ἐμὴ φ. my lack of judgement, my poor judgement, X.Mem.4.2.39, Pl.Hp.Ma.286d. 3 in good sense, plainness, simplicity of life, ἡ ἀμφὶ τὸ σῶμα φ. X.Ages.11.11, cf. HG4.1.30.
German (Pape)
[Seite 1259] ητος, ἡ, Geringfügigkeit; – Schlichtheit, Einfachheit, Xen. Hell. 4, 1,30; – schlechte, gemeine, einfache Beschaffenheit, Wohlfeilheit, Xen. Cyr. 2, 4,5. 5, 2,16; Ggstz des Gesuchten, Umständlichen, Kostbaren, Plat. Legg. V, 745 d; ἡ ἐμὴ φαυλότης, meine geringe Beurtheilungskraft, Hipp. mai. 286 d, wie Xen. Mem. 4, 2,39; οἳ διὰ φαυλότητα οὐχ οἷοί τε ἦσαν ζῆν, wegen Dürftigkeit Isocr. 4, 146.
Greek (Liddell-Scott)
φαυλότης: -ητος, ἡ, μηδαμινότης, εὐτέλεια πενιχρότης, «προστυχιά», κακία, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Πλάτ. Νόμ. 646Β, Ἰσοκρ. 71Β· τῆς στολῆς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 4, 5· τῶν βρωμάτων αὐτόθι 5. 2, 16· φ. τῆς χώρας, τὸ ἄγονον, Πλάτ. Νόμ 745D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιείκεια. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10, 5, 6· φαυλότης γάρ ἐστι μοναρχίας ἡ τυραννὶς αὐτόθι 8. 10, 3. 2) ἔλλειψις δεξιότητος ἢ ἱκανότητος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 837, Εὐρ. Ἀποσπ. 642· φ τῶν στρατηγῶν Δημ. 326. 27· ἡ ἐμὴ φ., ἡ ἐμὴ ἔλλειψις κρίσεως, ἡ ἐμὴ ἀκρισία, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζονα 286D. 3) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἁπλότης, τὸ ἀνεπιτήδευτον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30, Ἀγησ. 11, 11· πρβλ. φαῦλος ΙΙ. 4.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 mauvais état d’une chose (d’un vêtement, d’aliments, etc.);
2 fig. ou au sens mor. sottise, stupidité ; en b. part simplicité.
Étymologie: φαῦλος.
Greek Monotonic
φαυλότης: -ητος, ἡ,
1. μηδαμινότητα, ευτέλεια, πενιχρότητα, κακία, λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ φαυλότης τῶν στρατηγῶν, έλλειψη στρατηγικής δεξιότητας, σε Δημ.· έλλειψη κρίσης, σε Ξεν.
2. με θετική σημασία, σαφήνεια, απλότητα, στον ίδ.