κατερῶ: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>fut. d’un prés. inus., pf.</i> κατείρηκα, <i>f.ant.</i> κατειρήσομαι;<br /><b>1</b> exposer en détail;<br /><b>2</b> parler contre : τινός τινι dénoncer une personne à une autre ; τινα [[πρός]] τινα accuser, dénoncer qqn auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρῶ]].
|btext=<i>fut. d’un prés. inus., pf.</i> κατείρηκα, <i>f.ant.</i> κατειρήσομαι;<br /><b>1</b> exposer en détail;<br /><b>2</b> parler contre : τινός τινι dénoncer une personne à une autre ; τινα [[πρός]] τινα accuser, dénoncer qqn auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρῶ]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατερῶ]], -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] έξω, [[εκχέω]], [[μεταγγίζω]] (α. «κατερᾱν τὸν [[οἶνον]]», <b>[[Πολυδ]].</b><br />β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρρίπτω]], [[καταλογίζω]] («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i> «[[χύνω]] έξω»].———————— <b>(II)</b><br />[[κατερῶ]], -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταγγέλλω]], [[κατηγορώ]] κάποιον («[[ἀλλά]] σφεα αὐτὸς ἐγὼ [[κατερέω]] πρὸς τὸν μάγον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δηλώνω]], [[διακηρύσσω]] (α. «[[πόθεν]] κατερεῑν», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] [[φανερά]], [[καθαρά]] («[[κατερῶ]] [[πρός]] γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐρῶ</i>, μέλλ. του [[λέγω]] ([[αγορεύω]] [[φημί]])].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1397] (s. ερ), fut. zu κατεῖπον, ich werde aussagen, bestimmt aussprechen; κατερῶ πρός γ' ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar. Nubb. 518; Eur. Med. 1106; Ar. Pax 189; – τινός, gegen Einen sprechen, ihn anklagen, Xen. Cyr. 1, 4, 8; so auch κατερέω αὐτοὺς πρὸς τὸν μάγον Her. 3, 71, ich werde sie bei ihm anzeigen; vgl. Plat. Rep. X, 595 b. – So auch perf., ἐναντίον ἐμοῦ κατείρηκέ σου Plat. Theag. 125 a; u. pass., κατειρήσεται εἰς σέ, es wird dir gesagt werden, Her. 6, 69.

French (Bailly abrégé)

fut. d’un prés. inus., pf. κατείρηκα, f.ant. κατειρήσομαι;
1 exposer en détail;
2 parler contre : τινός τινι dénoncer une personne à une autre ; τινα πρός τινα accuser, dénoncer qqn auprès de qqn.
Étymologie: κατά, ἐρῶ.

Greek Monolingual

(I)
κατερῶ, -άω (Α)
1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ.
β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.)
2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ «χύνω έξω»].———————— (II)
κατερῶ, -έω (Α)
1. μιλώ εναντίον κάποιου, καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον («ἀλλά σφεα αὐτὸς ἐγὼ κατερέω πρὸς τὸν μάγον», Ηρόδ.)
2. δηλώνω, διακηρύσσω (α. «πόθεν κατερεῑν», Πίνδ.
β. «πᾱν ἐς σὲ κατειρήσεται τὸ ἀληθές», Ηρόδ.)
3. μιλώ φανερά, καθαράκατερῶ πρός γ' ὑμᾱς ελευθέρως τάληθή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρῶ, μέλλ. του λέγω (αγορεύω φημί)].