καμινεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=travailler à un fourneau, à une forge ; faire brûler au feu d’un fourneau, d’une forge.<br />'''Étymologie:''' [[κάμινος]].
|btext=travailler à un fourneau, à une forge ; faire brûler au feu d’un fourneau, d’une forge.<br />'''Étymologie:''' [[κάμινος]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καμινεύω]]) [[κάμινος]]<br />[[λειώνω]] σε κάμινο, [[κατεργάζομαι]] [[μέταλλο]] ή [[άλλη]] ύλη σε [[καμίνι]] («[[σίδηρος]] καμινευόμενος», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνεύω Medium diacritics: καμινεύω Low diacritics: καμινεύω Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΩ
Transliteration A: kamineúō Transliteration B: kamineuō Transliteration C: kamineyo Beta Code: kamineu/w

English (LSJ)

   A heat in a furnace, Arist.Mir.833b25, Thphr. Lap.69, etc.; σίδηρος καμινευόμενος Str.5.2.6.

German (Pape)

[Seite 1317] im Ofen schmelzen, löthen u. dgl., im Feuer arbeiten; σίδηρος καμινευόμενος Strab. V, 224; λίθος, γύψος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνεύω: χωνεύω, καίω, θερμαίνω, τήκω ἐν καμίνῳ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 48, Ἀποσπ. 248, Θεοφρ. π. Λίθ. 69· σίδηρος καμινευόμενος Στραβ. 223.

French (Bailly abrégé)

travailler à un fourneau, à une forge ; faire brûler au feu d’un fourneau, d’une forge.
Étymologie: κάμινος.

Greek Monolingual

καμινεύω) κάμινος
λειώνω σε κάμινο, κατεργάζομαι μέταλλο ή άλλη ύλη σε καμίνισίδηρος καμινευόμενος», Στράβ.).