ῥηχός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(Bailly1_4)
(36)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ῥάχος]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[ῥάχος]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />([[ῥηχός]]) ὁ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ῥαχός]].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[αβαθής]] («ρηχή [[θάλασσα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιπόλαιος]], [[επιφανειακός]], [[ελαφρόμυαλος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ρηχά</i><br />τα αβαθή μέρη της θάλασσας, τών οποίων το [[βάθος]] δεν υπερβαίνει το [[μέσο]] [[ανάστημα]] του ανθρώπου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για κάποιον που απελπίζεται και με την παραμικρή [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ιων. [[ῥηχός]] του <i>ῥᾱχός</i> «[[ακανθώδης]] [[θάμνος]], αγκαθωτά χαμόκλαδα» (<b>βλ.</b> και λ. [[ράχη]])].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 841] ἡ, auch ῥῆχος betont, ion. statt ῥάχος, Her. 7, 142.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ῥάχος.

Greek Monolingual

(I)
(ῥηχός) ὁ, Α
ιων. τ. βλ. ῥαχός.———————— (II)
-ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν
1. αυτός που δεν έχει βάθος, αβαθής («ρηχή θάλασσα»)
2. μτφ. επιπόλαιος, επιφανειακός, ελαφρόμυαλος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρηχά
τα αβαθή μέρη της θάλασσας, τών οποίων το βάθος δεν υπερβαίνει το μέσο ανάστημα του ανθρώπου
4. φρ. «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για κάποιον που απελπίζεται και με την παραμικρή δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ιων. ῥηχός του ῥᾱχός «ακανθώδης θάμνος, αγκαθωτά χαμόκλαδα» (βλ. και λ. ράχη)].