σπάργανον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(Bailly1_4)
(sl1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lange pour les enfants.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[σπεῖρα]], [[σπάρτον]].
|btext=ου (τό) :<br />lange pour les enfants.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[σπεῖρα]], [[σπάρτον]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>σπάργᾰνον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>swaddling [[clothes]] “[[τοί]] μ' πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (P. 4.114) κροκωτὸν [[σπάργανον]] ἐγκατέβα (N. 1.38) μελέων [[ἄπο]] ποικίλον [σπά] ργανον ἔρριψεν (sc. [[Ἡρακλέης]]) Πα. 2. 12. ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193.
}}
}}

Revision as of 12:21, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάργᾰνον Medium diacritics: σπάργανον Low diacritics: σπάργανον Capitals: ΣΠΑΡΓΑΝΟΝ
Transliteration A: spárganon Transliteration B: sparganon Transliteration C: sparganon Beta Code: spa/rganon

English (LSJ)

τό, (σπάργω)

   A band for swathing infants, ib.151,306, Pi.N.1.38: mostly in pl., swaddling-clothes, h.Merc.237, Pi.P.4.114; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις A.Ch.755, cf. 529,759, Ag. 1606; εἰς σπάργανά μ' αὐτὸς ἔθηκεν Epigr.Gr.314.6 (Smyrna, iii A.D.); ἐκ πρώτων σ. ab incunabulis, S.E.M.1.41; τὰ τῆς γεννήσεως εὐτελῆ σ. a mean origin, Hdn.7.1.2:—hence,    2 in Trag. and Com., objects left with an exposed child, the marks by which a person's true birth and family are identified (Lat. crepundia, monumenta), S.OT1035, Men.Pk.15, Donat. ad Ter.Eun.753; so prob. τούτου (sc. τοῦ Τηλέφου) δὸς . . μοι τὰ σ. Ar.Ach.431.    II a plant,= ὠκιμοειδές, f.l. for σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.28.

German (Pape)

[Seite 917] τό, Windel, für kleine Kinder; H. h. Merc. 151. 237; Pind. N. 1, 38 P. 4, 114; συνεξελαύνει τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις, Aesch. Ag. 1588, vgl. Ch. 522; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, 744; Soph. O. R. 1035, ebenfalls im plur., wie Eur. immer; ἀπὸ νηπιότητος καὶ ἐκ πρώτων σπαργάνων, S. Emp. adv. math. 41; bei Ar. Ach. 406 = Lumpen.

Greek (Liddell-Scott)

σπάργανον: τό, (σπάργω) ταινία μακρὰ καὶ πλατεῖα ἐν ᾖ περιτυλίσσονται τὰ νήπια, «φασκιά», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 151, 306, Πινδ. Ν. 1. 58· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ σπάργανα, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, Πινδ. Π. 4. 202· παῖς ἔτ’ ὢν ἐν σπαργάνοις Αἰσχύλ. Χο. 755, πρβλ. 529, 759, Ἀγ. 1606· εἰς σπάργανά μ’ αὐτὸς ἔθηκεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 314. 6· ἐκ πρώτων σπ., ab incunaburis, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 41· τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπ., καταγωγὴ ταπεινή, Ἡρῳδιαν. 7. 1· - ἐντεῦθεν, 2) παρὰ τοῖς Τραγικ., πᾶν ὅ,τι ἀναμιμνήσκει τινὰ τὴν παιδικήν του ἡλικίαν, τὰ σημεῖα ἐξ ὧν φαίνεται καὶ ἐξακριβοῦται ἡ καταγωγή τινος καὶ οἰκογένεια, Λατ. monumenta, crepundia, πρβλ. Brunck εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1035, Donat. Terent Eun. 4. 6, 15· ἴσως τῆς χρήσεως ταύτης γίνεται ὑπαινιγμὸς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 431, τούτου (ἐξυπακ. τοῦ Τηλέφου) δὸς ... μοι τὰ σπ. ΙΙ. φυτόν τι, = ὠκιμοειδές, ἴδε Διοσκ. 4. 28.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lange pour les enfants.
Étymologie: DELG apparenté à σπεῖρα, σπάρτον.

English (Slater)

σπάργᾰνον
   1swaddling clothesτοί μ' πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (P. 4.114) κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (N. 1.38) μελέων ἄπο ποικίλον [σπά] ργανον ἔρριψεν (sc. Ἡρακλέης) Πα. 2. 12. ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην ἀγαπατὸς ὑπὸ σπαργάνοις fr. 193.