συνάδελφος: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a des frères <i>ou</i> des sœurs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀδελφός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui a des frères <i>ou</i> des sœurs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀδελφός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η / [[συνάδελφος]], -ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην [[ίδια]] [[εταιρεία]], στην [[ίδια]] [[σχολή]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αδελφό ή [[αδελφή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ανάδελφο<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[αδελφός]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A one that has a brother or sister, opp. ἀνάδελφος, X.Mem.2.3.4. II member of an association, PMasp.2.11 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 996] Geschwister habend, Xen. Mem. 2, 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
συνάδελφος: -ον, ὁ ἔχων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν, ἀντίθετον τῷ ἀνάδελφος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, συνέταιρος, μέλος τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, ὁμότεχνος, συντεχνίτης κτλ., Ἰω. Μόσχ. 3060C, Λεόντ. Κύπρ. 1709Β· οἱ τεχνῖται οἱ ψέγοντες τὰς τέχνας τῶν συναδελφῶν αὐτῶν Νομοκάνων Cotel. 475 (ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι συγγράμμασιν ἡ λέξις φέρεται ὀξυτόνως: συναδελφός).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a des frères ou des sœurs.
Étymologie: σύν, ἀδελφός.
Greek Monolingual
ο, η / συνάδελφος, -ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην ίδια εταιρεία, στην ίδια σχολή με άλλον
αρχ.
1. αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε αντιδιαστολή προς τον ανάδελφο
2. αυτός που είναι αδελφός κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀδελφός.