αὐτόχθων: Difference between revisions
(Bailly1_1) |
(big3_8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, <i>neutre</i> αὔτοχθον ; <i>gén.</i> ονος;<br />issu du sol même, indigène ; [[οἱ]] αὐτόχθονες les populations autochtones, les indigènes.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[χθών]]. | |btext=ων, <i>neutre</i> αὔτοχθον ; <i>gén.</i> ονος;<br />issu du sol même, indigène ; [[οἱ]] αὐτόχθονες les populations autochtones, les indigènes.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[χθών]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ονος]<br /><b class="num">1</b> [[aborigen]], [[autóctono]] de pueblos: los canos νομίζουσι αὐτοὶ ἑωυτοὺς εἶναι αὐτόχθονας ἠπειρώτας Hdt.1.171, los caunios οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι Hdt.1.172, los sicanos καὶ πρότεροι διὰ τὸ αὐτόχθονες εἶναι Th.6.2, los eleusinios κατοικῆσαι δὲ τὴν Ἐλευσῖνα ἱστοροῦσι δὲ πρῶτον μὲν τοὺς αὐτόχθονας Acestodorus en Ister 22<br /><b class="num">•</b>los atenienses y sus antiguos reyes ἐλθὼν λαὸν εἰς αὐτόχθονα κλεινῶν Ἀθηνῶν E.<i>Io</i> 29, δῆμος ὅδε [[αὐτόχθων]] <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.4321.2 (IV a.C.), cf. E.<i>Io</i> 589, 737, <i>Fr</i>.13.8, Ar.<i>V</i>.1076, <i>Lys</i>.1082, Isoc.4.24, 12.124, Pl.<i>Criti</i>.109d, Luc.<i>Scyth</i>.3, ἦν ... καὶ ἡ [[βασιλεία]] τῶν ὑπερεχόντων διὰ τὸ αὐτόχθονας εἶναι D.59.74, los arcadios μόνοι γὰρ πάντων αὐτόχθονες ὑμεῖς ἐστε κἀκεῖνοι D.19.261, cf. X.<i>HG</i> 7.1.23, los libios y los etíopes τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων, τὰ δὲ δύο οὔ, Λιβύες μὲν καὶ Αἰθίοπες αὐτόχθονες Hdt.4.197, los egipcios αὐτόχθονες Αἰγύπτιοι <i>PGiss</i>.99.5 (II/III d.C.), ref. a πόλις: ἔδοξεν Στρατονικέων τῆς [[αὐτόχθονος]] καὶ μητροπόλεως τῆς Καρίας τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ <i>IStratonikeia</i> 15.2 (Panamara I/II d.C.)<br /><b class="num">•</b>de una especie anim. ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Opp.<i>C</i>.2.612.<br /><b class="num">2</b> de pers. y divinidades [[natural del país]], [[indígena]] Τιτακός, ἐὼν αὐ. Hdt.9.73, Λιβύη μὲν ἐπὶ Λιβύης λέγεται ὑπὸ τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἔχειν τὸ οὔνομα γυναικὸς [[αὐτόχθονος]] Hdt.4.45, νύμφη αὐ. Μελίη Call.<i>Del</i>.80, cf. <i>Klio</i> 33.1940.165.7 (Samos II a.C.), epít. de la Μήτηρ Θεῶν en Leucopetra (Macedonia) <i>SEG</i> 24.498b.2, 26.729 (ambas II a.C.), 27.290-294 (III/IV d.C.), ὁ αὐ. καὶ προσήλυτος LXX <i>Le</i>.16.29, cf. 23.42, <i>Io</i>.9.2, <i>Nu</i>.9.14, 15.13, πολλοὶ γὰρ ἕτοιμοι παρεστᾶσιν αὐτόχθονες [[ἐκεῖθεν]] Luc.<i>Herm</i>.25, de Morreo Τυφῶνος ἔχων αὐτόχθονα φύτλην Nonn.<i>D</i>.34.183.<br /><b class="num">3</b> de cosas [[natural]], [[que nace del suelo]], [[sin cultivo]], [[agreste]] αὐτόχθον' ἑστίαν de la cueva de Quirón <i>Trag.Adesp</i>.201, λάχανα τῶν αὐτοχθόνων hortalizas silvestres</i> Polioch.2.6, τὸ ὄρυγμα ... ἐστιν αὐτόχθον Ach.Tat.3.7.1, ἔγγειοι καὶ αὐτόχθονες πηγαί Plu.2.500e<br /><b class="num">•</b>fig. γνησίαν καὶ αὐτόχθονα τοῖς ἐν [[Ἀσίας]] βαρβάροις τὴν αὐτῶν ἀρετὴν ἐπεδείξαντο Lys.2.43, κόσμος Philod.Scarph.127. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A sprung from the land itself; αὐτόχθονες, οἱ, not settlers, of native stock, Hdt.1.171, Th.6.2, etc.: c. gen., αὐ. Ἰταλίας D.H.1.10: esp. of the Athenians, E.Ion29, al., Fr.360.8, Ar.V.1076, Isoc.4.24, 12.124. II Adj., indigenous, native, τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων Hdt.4.197; αὐ. Αἰγύπτιοι PGiss.99.5 (ii A.D.); ἀρετή Lys.2.43; λάχανα τῶν αὐτοχθόνων Polioch.2.6; κόσμος Philod.Scarph. 127; urbanitas, racy of the soil, Cic.Att.7.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόχθων: -ον, γεν. -ονος, ἀναφυεὶς ἐξ αὐτῆς τῆς γῆς, Λατ. terrigena· ― αὐτόχθονες, οἱ, ὡς τὸ Λατ. Aborigines, Indigenae, οὐχὶ ἔξωθεν ἐλθόντες, οἱ ἐγχώριοι, Ἡρόδ. 1. 171, Θουκ. 6. 2, κτλ· μετὰ γεν., αὐτ. Ἰταλίας Διον. Ἁλ. 1. 10: ― οἱ Ἀθηναῖοι ἠρέσκοντο οὕτω καλούμενοι, Εὐρ. Ἴων 29, 589, 737, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 362. 8, Ἀριστοφ. Σφ. 1076, πρβλ. Θουκ. 1. 2, Ἰσοκρ. 45C, 258C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., γηγενής, ἐπιχώριος, τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων Ἡρόδ. 4. 197· ἀρετὴ Λυσ. 194. 37· λάχανα τῶν αὐτοχθόνων Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 6.
French (Bailly abrégé)
ων, neutre αὔτοχθον ; gén. ονος;
issu du sol même, indigène ; οἱ αὐτόχθονες les populations autochtones, les indigènes.
Étymologie: αὐτός, χθών.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 aborigen, autóctono de pueblos: los canos νομίζουσι αὐτοὶ ἑωυτοὺς εἶναι αὐτόχθονας ἠπειρώτας Hdt.1.171, los caunios οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι Hdt.1.172, los sicanos καὶ πρότεροι διὰ τὸ αὐτόχθονες εἶναι Th.6.2, los eleusinios κατοικῆσαι δὲ τὴν Ἐλευσῖνα ἱστοροῦσι δὲ πρῶτον μὲν τοὺς αὐτόχθονας Acestodorus en Ister 22
•los atenienses y sus antiguos reyes ἐλθὼν λαὸν εἰς αὐτόχθονα κλεινῶν Ἀθηνῶν E.Io 29, δῆμος ὅδε αὐτόχθων IG 22.4321.2 (IV a.C.), cf. E.Io 589, 737, Fr.13.8, Ar.V.1076, Lys.1082, Isoc.4.24, 12.124, Pl.Criti.109d, Luc.Scyth.3, ἦν ... καὶ ἡ βασιλεία τῶν ὑπερεχόντων διὰ τὸ αὐτόχθονας εἶναι D.59.74, los arcadios μόνοι γὰρ πάντων αὐτόχθονες ὑμεῖς ἐστε κἀκεῖνοι D.19.261, cf. X.HG 7.1.23, los libios y los etíopes τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων, τὰ δὲ δύο οὔ, Λιβύες μὲν καὶ Αἰθίοπες αὐτόχθονες Hdt.4.197, los egipcios αὐτόχθονες Αἰγύπτιοι PGiss.99.5 (II/III d.C.), ref. a πόλις: ἔδοξεν Στρατονικέων τῆς αὐτόχθονος καὶ μητροπόλεως τῆς Καρίας τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ IStratonikeia 15.2 (Panamara I/II d.C.)
•de una especie anim. ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Opp.C.2.612.
2 de pers. y divinidades natural del país, indígena Τιτακός, ἐὼν αὐ. Hdt.9.73, Λιβύη μὲν ἐπὶ Λιβύης λέγεται ὑπὸ τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἔχειν τὸ οὔνομα γυναικὸς αὐτόχθονος Hdt.4.45, νύμφη αὐ. Μελίη Call.Del.80, cf. Klio 33.1940.165.7 (Samos II a.C.), epít. de la Μήτηρ Θεῶν en Leucopetra (Macedonia) SEG 24.498b.2, 26.729 (ambas II a.C.), 27.290-294 (III/IV d.C.), ὁ αὐ. καὶ προσήλυτος LXX Le.16.29, cf. 23.42, Io.9.2, Nu.9.14, 15.13, πολλοὶ γὰρ ἕτοιμοι παρεστᾶσιν αὐτόχθονες ἐκεῖθεν Luc.Herm.25, de Morreo Τυφῶνος ἔχων αὐτόχθονα φύτλην Nonn.D.34.183.
3 de cosas natural, que nace del suelo, sin cultivo, agreste αὐτόχθον' ἑστίαν de la cueva de Quirón Trag.Adesp.201, λάχανα τῶν αὐτοχθόνων hortalizas silvestres Polioch.2.6, τὸ ὄρυγμα ... ἐστιν αὐτόχθον Ach.Tat.3.7.1, ἔγγειοι καὶ αὐτόχθονες πηγαί Plu.2.500e
•fig. γνησίαν καὶ αὐτόχθονα τοῖς ἐν Ἀσίας βαρβάροις τὴν αὐτῶν ἀρετὴν ἐπεδείξαντο Lys.2.43, κόσμος Philod.Scarph.127.