πλημμελέω: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>propr.</i> faire une fausse note <i>ou</i> une faute contre la mesure ; <i>fig.</i> commettre une faute par négligence : [[τι]] en qch ; [[περί]] [[τι]] à l’égard de qch (de la justice, <i>etc.</i>) ; [[εἴς]] τινα, à l’égard de qqn ; <i>Pass. avec un suj. de chose</i> être fait à tort ; <i>avec un suj. de pers.</i> être négligé <i>ou</i> traité avec mépris.<br />'''Étymologie:''' [[πλημμελής]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>propr.</i> faire une fausse note <i>ou</i> une faute contre la mesure ; <i>fig.</i> commettre une faute par négligence : [[τι]] en qch ; [[περί]] [[τι]] à l’égard de qch (de la justice, <i>etc.</i>) ; [[εἴς]] τινα, à l’égard de qqn ; <i>Pass. avec un suj. de chose</i> être fait à tort ; <i>avec un suj. de pers.</i> être négligé <i>ou</i> traité avec mépris.<br />'''Étymologie:''' [[πλημμελής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλημμελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[σφάλμα]] στη [[μουσική]]· μεταφ., κάνω λαθος, αμαρτάνω, [[σφάλλω]], <i>τι</i>, σε κάποιο [[πράγμα]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, σε Αισχίν. — Παθ., πλημμελεῖσθαι [[ὑπό]] τινος, [[τυγχάνω]] κακής μεταχείρισης από κάποιον, [[δεινοπαθώ]] από αυτόν, σε Πλάτ., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
prop.
A make a false note in music, but in usage, metaph., offend, err, τί πλημμελήσας; E.Ph.1655, cf. Pl.Phd.117e, al.; τοὺς ἑκουσίως καὶ δι' ὕβριν πλημμελοῦντας D.21.42; περί τι Antipho 3.3.6; παρὰ τοὺς νόμους Din.1.62; εἰς δίκην Pl.Lg.943e, cf. Rev.Phil.1929.142 (Iasos), POxy.1119.18 (iii A.D.); εἴς τινα τῷ λόγῳ Aeschin.1.167, cf. Phld.Ir.p.83 W.: c. part., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες . .; Pl.R.480a, cf. Sph. 244b : rarely c. acc., offend against, τὸν πάλαι προτετελευτηκότα D.S. 10.14:—Pass., τὰ εἰς ἀλλήλους πεπλημμελημένα Isoc.5.37; τὰ πλημμεληθέντα τῷ δήμῳ περὶ τοὺς στρατηγούς Plu.Arist.26; to be wronged or sinned against, Pl.Phdr.275e; ὑπό τινων Decr. ap. D.18.155; κατ' οὐδὲν ὑφ' ἡμῶν πεπλημμελημένοι Philipp.ib.166; ἐάν τι πλημμεληθῇ if anything goes wrong, Arist.PA664b29.
German (Pape)
[Seite 633] einen Fehler im Singen machen, übh. fehlen, ein Versehen machen, sich vergehen; Eur. Phoen. 1649; ofr bei Plat.; absolut, τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν, Critia. 106 b; μηδέν, Soph. 242 b; τοιαῦτα, Phaed. 117 d; auch εἰσταῦτα, εἰς δίκην, Legg. VII, 813 c XII, 943 e; u. c. partic., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες, Rep. V, 480, περί τι, Antipho 3 γ 6; τῶν πρότερον ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους πεπλημμελημένων, Lys. 5, 37, bei dem es 9, 9 dem λοιδορεῖν entsvricht; εἰς τὸν Φίλιππον λόγῳ, Aesch. 1, 167; θεὸς ὑπό τινος πλημμελούμενος, Dem. 18, 155 (decret.); τὶ εἴς τινα, Pol. 15, 32, 7; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλημμελέω: κάμνω σφάλμα μουσικὸν ἢ παραφωνίαν, πρβλ. πλημμέλεια. ΙΙ. μεταφορ., σφάλλομαι, πλανῶμαι, διαπράττω σφάλμα, ἁμάρτημα, τι = εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Φοίν. 1650, Πλάτ. Φαίδων 117D, κ. ἀλλ.· τοὺς ἑκουσίως καὶ δι’ ὕβριν τι πλημμελοῦντας Δημ. 527. 27· περί τι Ἀντιφῶν 123. 10· εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 943E· εἴς τινα λόγῳ Αἰσχίν. 24. 3· μετὰ μετοχ., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες...; Πλάτ. Πολ. 480A, πρβλ. Σοφ. 244B. ― Παθ., πλημμελοῦμαι ὑπό τινος, πάσχω κακῶς ὑπό τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 275E, Ἰσοκρ. 89D, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 279. 11· κατ’ οὐδὲν ὑφ’ ἡμῶν πεπλημμελημένοι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 486.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
propr. faire une fausse note ou une faute contre la mesure ; fig. commettre une faute par négligence : τι en qch ; περί τι à l’égard de qch (de la justice, etc.) ; εἴς τινα, à l’égard de qqn ; Pass. avec un suj. de chose être fait à tort ; avec un suj. de pers. être négligé ou traité avec mépris.
Étymologie: πλημμελής.
Greek Monotonic
πλημμελέω: μέλ. -ήσω, κάνω σφάλμα στη μουσική· μεταφ., κάνω λαθος, αμαρτάνω, σφάλλω, τι, σε κάποιο πράγμα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· εἴς τινα, σε Αισχίν. — Παθ., πλημμελεῖσθαι ὑπό τινος, τυγχάνω κακής μεταχείρισης από κάποιον, δεινοπαθώ από αυτόν, σε Πλάτ., Δημ.