ὑπερμεγέθης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />d’une grandeur démesurée, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[μέγεθος]].
|btext=ης, ες :<br />d’une grandeur démesurée, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[μέγεθος]].
}}
{{grml
|mltxt=υπερμέγεθες / [[ὑπερμεγέθης]], ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπερμεγάθης]], ὑπερμέγαθες, Α<br />αυτός που έχει υπέρμετρο [[μέγεθος]], [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]] ή [[προσπάθεια]]) εξαιρετικά [[δύσκολος]], δυσχερέστατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερμεγέθως</i> ΜΑ<br />με υπερμεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] / [[μέγαθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερμεγέθης Medium diacritics: ὑπερμεγέθης Low diacritics: υπερμεγέθης Capitals: ΥΠΕΡΜΕΓΕΘΗΣ
Transliteration A: hypermegéthēs Transliteration B: hypermegethēs Transliteration C: ypermegethis Beta Code: u(permege/qhs

English (LSJ)

Ion. ὑπερμεγάθης [ᾰ], ες,

   A = ὑπέρμεγας, [λίθοι], ὄφιες, κέρεα, Hdt.2.175, 4.191, 7.126; κυούμενον Sor.2.55; ἀδίκημα Aeschin.3.7; παρασκευάς Isoc.9.61; εὐεργεσίαι, ψεῦδος, D.18.316, 43.29; μηδὲν ὑ. τὴν πόλιν βλάψειν Id.23.190; ὑ. ἔργον exceedingly difficult, X.Cyr.1.6.8. Adv. -θως Ph. 1.103; κολάζεσθαι Phld.Ir.p.57 W.

German (Pape)

[Seite 1198] ες, = ὑπέρμεγας, ion. ὑπερμεγάθης, Her. 2, 175. 4, 191. 7, 126; Dem. u. Sp., wie Plut. Rom. 16; – übermäßig schwer, ἔργον Xen. Cyr. 1, 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμεγέθης: Ἰων. -άθης, ες, γεν. εος, = ὑπέρμεγας, λίθοι, ὄφιες, κέρεα Ἡρόδ. 2. 175., 4. 191, κ. ἀλλ.· ὑπερ. ἀδίκημα Αἰσχίν. 54. 31· εὐεργεσία, ψεῦδος Δημ. 330. 12., 1059 2· ὑπ. τι βλάπτειν τινὰ ὁ αὐτ. 684. 4· ὑπερμέγεθες ἔργον, ὑπερβαλλόντως δύσκολον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -θως, Φίλων 1. 103.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
d’une grandeur démesurée, énorme.
Étymologie: ὑπέρ, μέγεθος.

Greek Monolingual

υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α
αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος
αρχ.
(για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος.
επίρρ...
ὑπερμεγέθως ΜΑ
με υπερμεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μεγέθης (< μέγεθος / μέγαθος), πρβλ. μικρο-μεγέθης].