προσφοιτάω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aller souvent chez <i>ou</i> vers, fréquenter.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[φοιτάω]].
|btext=-ῶ :<br />aller souvent chez <i>ou</i> vers, fréquenter.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[φοιτάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[προσφεύγω]] σε ένα [[μέρος]], σε Δημ. κ.λπ.· [[προσφοιτάω]] τινί, [[επισκέπτομαι]] [[συνεχώς]], [[συχνάζω]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφοιτάω Medium diacritics: προσφοιτάω Low diacritics: προσφοιτάω Capitals: ΠΡΟΣΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: prosphoitáō Transliteration B: prosphoitaō Transliteration C: prosfoitao Beta Code: prosfoita/w

English (LSJ)

   A go or come to frequently, resort to, τὸ κουρεῖον, ἵνα οἱ Δεκελεῖς π. Lys.23.3, cf. Id.24.20, D.25.52, Hyp.Ath.6, IG22.1237.64; π. τισί associate with, Str.14.1.32; esp. go to a master, D.H.Rh.9.11, etc.; τοῖς παλαιοῖς λόγοις Plu.2.653b.    II metaph., visit, τὰ κακὰ π. πρὸς τὸ γῆρας Antiph.240.

German (Pape)

[Seite 787] häufig zu Einem gehen; Lys. 23, 3; πρός τι, 24, 20, wie Dem. 25, 52; gew. von Schülern, Luc. Dem. enc. 40.

Greek (Liddell-Scott)

προσφοιτάω: ὑπάγω πολλάκις πρός τινα ἢ πρός τι, συχνάζω. τὸ κουρεῖον, ἵνα οἱ Δεκελεῖς πρ. Λυσί. 166. 37, πρβλ. 170. 8 καὶ 13, Δημ. 786. 8, κτλ.· πρ. τινι, συνεχῶς ἐπισκέπτομαι, Στράβ. 644· μάλιστα ἐπὶ τῆς πρὸς διδάσκαλον φοιτήσεως, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 9. 11, κτλ.· - μεταφορ., τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aller souvent chez ou vers, fréquenter.
Étymologie: πρός, φοιτάω.

Greek Monotonic

προσφοιτάω: μέλ. -ήσω, πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω, προσφεύγω σε ένα μέρος, σε Δημ. κ.λπ.· προσφοιτάω τινί, επισκέπτομαι συνεχώς, συχνάζω, σε Στράβ.