εὐομολόγητος: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on convient facilement, indiscutable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὁμολογέω]].
|btext=ος, ον :<br />dont on convient facilement, indiscutable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὁμολογέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐομολόγητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παραδεχθεί εύκολα, ο [[αδιαμφισβήτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομολογώ]]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐομολόγητος Medium diacritics: εὐομολόγητος Low diacritics: ευομολόγητος Capitals: ΕΥΟΜΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euomológētos Transliteration B: euomologētos Transliteration C: evomologitos Beta Code: eu)omolo/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to concede, indisputable, Pl.R.527b.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht zuzugeben, einleuchtend, Plat. Rep. VII, 527 b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐομολόγητος: -ον, εὐκόλως ὁμολογούμενος, ἀναμφήριστος, Πλάτ. Πολ. 527Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on convient facilement, indiscutable.
Étymologie: εὖ, ὁμολογέω.

Greek Monolingual

εὐομολόγητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραδεχθεί εύκολα, ο αδιαμφισβήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομολογώ].