ἐξειργασμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec un travail approfondi, avec soin.<br />'''Étymologie:''' ἐξειργασμένος part. pf. de [[ἐξεργάζομαι]].
|btext=<i>adv.</i><br />avec un travail approfondi, avec soin.<br />'''Étymologie:''' ἐξειργασμένος part. pf. de [[ἐξεργάζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξειργασμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἐξεργάζομαι]], προσεκτικά, με [[ακρίβεια]], πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξειργασμένως Medium diacritics: ἐξειργασμένως Low diacritics: εξειργασμένως Capitals: ΕΞΕΙΡΓΑΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: exeirgasménōs Transliteration B: exeirgasmenōs Transliteration C: ekseirgasmenos Beta Code: e)ceirgasme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἐξεργάζομαι,

   A carefully, accurately, Plu.Alex.1.

German (Pape)

[Seite 875] ausgearbeitet, genau, Plut. Alex. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξειργασμένως: ἐπίρρ. μετοχῆς παθ. πρκμ. τοῦ ἐξεργάζομαι, μετ’ ἐπεξεργασίας, λεπτομερῶς, ἐν ἐκτάσει, Πλουτ. Ἀλέξ. 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un travail approfondi, avec soin.
Étymologie: ἐξειργασμένος part. pf. de ἐξεργάζομαι.

Greek Monotonic

ἐξειργασμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἐξεργάζομαι, προσεκτικά, με ακρίβεια, πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ.