ἐξειργασμένως: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />avec un travail approfondi, avec soin.<br />'''Étymologie:''' ἐξειργασμένος part. pf. de [[ἐξεργάζομαι]]. | |btext=<i>adv.</i><br />avec un travail approfondi, avec soin.<br />'''Étymologie:''' ἐξειργασμένος part. pf. de [[ἐξεργάζομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξειργασμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἐξεργάζομαι]], προσεκτικά, με [[ακρίβεια]], πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἐξεργάζομαι,
A carefully, accurately, Plu.Alex.1.
German (Pape)
[Seite 875] ausgearbeitet, genau, Plut. Alex. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξειργασμένως: ἐπίρρ. μετοχῆς παθ. πρκμ. τοῦ ἐξεργάζομαι, μετ’ ἐπεξεργασίας, λεπτομερῶς, ἐν ἐκτάσει, Πλουτ. Ἀλέξ. 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un travail approfondi, avec soin.
Étymologie: ἐξειργασμένος part. pf. de ἐξεργάζομαι.
Greek Monotonic
ἐξειργασμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἐξεργάζομαι, προσεκτικά, με ακρίβεια, πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ.