ἐπελπίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπήλπισα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire espérer, ranimer par des espérances, <i>particul.</i> par des espérances trompeuses;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> placer son espoir sur <i>ou</i> en, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐλπίζω]].
|btext=<i>ao.</i> ἐπήλπισα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire espérer, ranimer par des espérances, <i>particul.</i> par des espérances trompeuses;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> placer son espoir sur <i>ou</i> en, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐλπίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπελπίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να ελπίζει («αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν» — με τους χρησμούς τους τους έκαναν να ελπίζουν ότι θα καταλάβουν τη [[Σικελία]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στηρίζω]] [[κάπου]] τις ελπίδες μου («ἐπελπίζειν ἐπί τινι»)<br /><b>3.</b> [[ελπίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπελπίζω Medium diacritics: ἐπελπίζω Low diacritics: επελπίζω Capitals: ΕΠΕΛΠΙΖΩ
Transliteration A: epelpízō Transliteration B: epelpizō Transliteration C: epelpizo Beta Code: e)pelpi/zw

English (LSJ)

   A buoy up with hope, αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Th.8.1, cf. Anon. ap. Suid. s.v. Πυθαγόρας, Longin.44.2, Luc. DMort.5.2.    II intr., ἐ. τινί pin one's hopes upon, hope in, Hld.7.26; ἐπί τινι D.C.41.11: abs., Luc.Tim.21; but also,    2 merely, = ἐλπίζω, E.Hipp.1011, Ph.1.74, al.; hope besides, Th.8.54 (v.l. ἐλπίζων).

German (Pape)

[Seite 914] 1) Hoffnungen machen, erregen, ὁπόσοι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν Thuc. 8, 1, u. häufiger bei Sp., wie Luc. D. Mort. 5, 2 D. Cass. 78, 11. – 2) τινί, auf Etwas hoffen, Heliod. 7, 26, wie Schol. Il. 13, 385; seine Hoffnung auf Etwas setzen, τινί, D. Cass. 41, 11; Sp. auch ἔν τινι. – 3) dazu hoffen, fast gleich dem simplex, ἢ σὸν οἰκίσειν ἐπήλπισα δόμον Eur. Hipp. 1010; Sp., wie Luc. Tim. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπελπίζω: διαβουκολῶ τινα διὰ ψευδῶν ἐλπίδων, κάμνω αὐτὸν νὰ πιστεύσῃ ὅτι, καὶ ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Σικελίαν Θουκ. 8. 1· αὐτοὺς ἐπελπίζων ταῖς ὑποσχέσεσι Σουΐδ. ἐν λ. Πυθαγόρας Ἐφέσιος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 5. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐλπίζειν ἐπί τινι, στηρίζειν ἐπί τινι τὰς ἐλπίδας, εἰ καὶ μάλιστα ἰσχὺν τέ τινα εἶχε καὶ ἐπ’ αὐτῇ ἐπήλπιζε Δίων Κ. 41. 11, Ἡλιόδ. 7. 26· ἀπολ., Λουκ. Τίμων 21: ἀλλ’ ὡσαύτως, 2) ἁπλῶς = ἐλπίζω, Εὐρ. Ἱππ. 1011, Θουκ. 8. 54 (διάφ. γραφ. ἐλπίζων).

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπήλπισα;
1 tr. faire espérer, ranimer par des espérances, particul. par des espérances trompeuses;
2 intr. placer son espoir sur ou en, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἐλπίζω.

Greek Monolingual

ἐπελπίζω (Α)
1. κάνω κάποιον να ελπίζει («αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν» — με τους χρησμούς τους τους έκαναν να ελπίζουν ότι θα καταλάβουν τη Σικελία, Θουκ.)
2. στηρίζω κάπου τις ελπίδες μου («ἐπελπίζειν ἐπί τινι»)
3. ελπίζω.