ἐπίκρανον: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(Bailly1_2) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> bandelette <i>ou</i> coiffure;<br /><b>2</b> chapiteau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κρανίον]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> bandelette <i>ou</i> coiffure;<br /><b>2</b> chapiteau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κρανίον]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ἐπῐκρᾱνον</b> <br /> <b>1</b> [[capital]] (of a [[pillar]]) ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων (ταῖς [[τῶν]] στύλων κορυφαῖς. Σ.) fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις [[σχέθον]] πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:58, 17 August 2017
English (LSJ)
τό,
A that which is put on the head, head-dress, cap, E.Hipp.201 (anap.), Ph.2.309. II. = κιονόκρανον, capital, Pi.Fr.88.5, E.IT51, IG12.313.89, 22.1668.44, etc.
German (Pape)
[Seite 953] τό, alles auf dem Kopfe Befindliche, Kopfputz; βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν Eur. Hipp. 201, Schol. κεφαλόδεσμος; Kopfbedeckung, καὶ σκέπασμα Strab. XI, 504; der Helm, Poll. 7, 70. – In der Baukunst, der Säulenkopf, Pind. frg. 58; Eur. I. T. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκρᾱνον: τό, τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τιθέμενον, κάλυμμα κεφαλῆς, κεφαλόδεσμος, βαρύ μοι κεφαλᾶς ἐπίκρανον ἔχειν˙ ἄφελ’ ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις Εὐρ. Ἱππ. 201˙ πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ περίκρανα ἐν Στράβ. 504, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «γράφε περίκρανα καθὰ φέρουσι τἀντίγραφα, καὶ οὐκ ἐπίκρανα, ὃ πλανηθεὶς ὁ Γερμανὸς ἐκδότης, ὡς ἐν ἀντιγράφοις φερόμενον ἀπεδέξατο». ΙΙ. = κιονόκρανον, ἂν δ’ ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7, Εὐρ. Ι. Τ. 51˙ ἐπίκρανον, ὅπερ ἐστὶ κεφαλὴ κίονος Εὐστ. Ἰλ. 701, 1, Ἡσύχ., Πολύδ. Β΄, 42˙ μεταφ. ἐπὶ τῶν προθέσεων, τάς γε μὴν προθέσεις ἔστιν ἐπικράνοις καὶ βάσεσι καὶ ὑποθέμασιν, ὡς οὐ λόγους, ἀλλὰ περὶ τοὺς λόγους μᾶλλον οὔσας, ὁμοιοῦν Πλούτ. 2. 1011D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 bandelette ou coiffure;
2 chapiteau.
Étymologie: ἐπί, κρανίον.
English (Slater)
ἐπῐκρᾱνον
1 capital (of a pillar) ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων (ταῖς τῶν στύλων κορυφαῖς. Σ.) fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7.